Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008
γωνία Τζαβέλλα και Μεσολογγίου
Το έλαβα από το φίλο Δημήτρη και το μεταφέρω:
Παρακαλώ μεταβιβάστε το μήνυμα. Δεν κατευθυνόμαστε από πουθενά, είμαστε γνωστοί από μια λέσχη ανάγνωσης, θα πάμε εκεί ειρηνικά. Ελπίζουμε να σας δούμε.
Αυτήν την Κυριακή στις 6 το απόγευμα παρέα με ένα κερί, οι φίλοι μου κι εγώ θα βρεθούμε για ένα σιωπηλό μνημόσυνο στα Εξάρχεια, στο σημείο που σκοτώθηκε ο Αλέξης (Τζαβέλλα και Μεσολογγίου).
Πάρε έναν φίλο σου από το χέρι και έλα να βρεθούμε. Όλοι. ΜΑΖΙ.
φλογισμένα Χριστούγεννα...
Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2008
η Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο
(Ινδιάνικο παραμύθι)
Συνάντησα την Καταλίνα Μοράλες στο σπίτι της στην Καμπόρκα της Πολιτείας Σονόρα του Μεξικού. Ήταν λίγο μετά το μεσημέρι. Η Καταλίνα Μοράλες, που είχε το ινδιάνικο όνομα Κόκκινη Αρκούδα, ζούσε απομονωμένη έξω απ’ την πόλη, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας που κάποτε είχαν πέσει πάνω της. Ο ήλιος και ο αέρας απ’ την έρημο είχαν ξεράνει τα φυτά που υπήρχαν σ’ ένα μικρό παρτέρι μπροστά απ’ το σπίτι. Ο μύθος που είχα πλάσει για το πρόσωπό της θάμπωσε και σχεδόν θρυμματίστηκε όταν την αντίκρισα. Είχαν περάσει βέβαια επτά δεκαετίες από την ημέρα που εμφανίστηκε από το πουθενά στο πλευρό του Ντιέγκο Μοράλες για να μιλήσει για τη Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο, όμως δεν μπορούσα να πιστέψω πως μια γυναίκα, για την ομορφιά της οποίας είχαν γραφτεί ύμνοι, μπορούσε να έχει εξελιχθεί σε μια άσχημη γριά. Στην αρχή σκέφτηκα ότι μπήκα σε λάθος σπίτι, μα εκείνη βιάστηκε να βεβαιώσει την ταυτότητά της.
«Είμαι η Καταλίνα, δεν ξέρω πως με είχατε φανταστεί. Μη ντρέπεστε, φαίνεται η απορία στο βλέμμα σας. Εγώ δεν έχω παράπονα από την εμφάνισή μου. Έζησα τόσο έντονα και διασκέδασα τόσο πολύ. Τα έκανα όλα, νομίζω. Χόρτασα τη ζωή και δε μου λείπει τίποτα πια».
Η φωνή της ήταν απαλή και ζεστή και είχε κάτι παιχνιδιάρικο. Αν έκλεινες τα μάτια θα μπορούσε να σε ξεγελάσει και να πιστέψεις πως μιλούσε μια πολύ νέα γυναίκα. Ήταν εντυπωσιακό το πώς μια τόσο νεανική φωνή έβγαινε από ένα τόσο γέρικο σώμα. Αυτή η φωνή και η λάμψη των πράσινων ματιών ήταν τα μόνα στοιχεία που πρέπει να διατηρούσε απ’ τα νιάτα της. Το πρόσωπό της ήταν γεμάτο ρυτίδες, τα μαλλιά της κάτασπρα και λυτά κομμένα σε διαφορετικά μήκη και αχτένιστα. Φορούσε ένα μακρύ μπλε φόρεμα με κοντά μανίκια που άφηνε να φανούν τα ζαρωμένα χέρια της με τις καφετιές κηλίδες. Είχε καμπουριάσει και στηριζόταν σ’ ένα μπαστούνι. Μου έκανε νόημα να περάσω και την ακολούθησα σ’ ένα μισοφωτισμένο σαλόνι με κόκκινους καναπέδες κι ένα χαμηλό τραπέζι. «Αληθινή μάγισσα», σκέφτηκα.
Την προσοχή μου τράβηξε ένας μεγάλος πίνακας με μια ξεφτισμένη χρυσή κορνίζα που δέσποζε στον τοίχο. Απεικόνιζε μια γυναίκα με μακριά κόκκινα μαλλιά που έπεφταν κυματιστά στους ώμους της, ντυμένη με μαύρα πέπλα που άφηναν να διαγράφεται ένα κορμί με πλούσιες καμπύλες. Ήταν μισοξαπλωμένη σ’ έναν καναπέ και την τριγύριζαν κόκκοι κόκκινης σκόνης. Τα μάτια της κοιτούσαν με αυθάδεια και έλαμπαν με πράσινες ανταύγειες. Κατάλαβα πως ήταν η Καταλίνα, την αναγνώρισα απ’ το βλέμμα που διατηρούσε ακόμα την αλλοτινή ομορφιά. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από την καλλονή που μου είχε κόψει την ανάσα. Ακόμα κι αν είχα κάνει άδικα το ταξίδι κι επέστρεφα χωρίς αποτέλεσμα, χαιρόμουν μόνο επειδή είχα θαυμάσει την ομορφιά μιας θρυλικής γυναίκας. Πλησίασα περισσότερο τον πίνακα, προσπαθώντας να διαβάσω την υπογραφή. «Είναι από τον Ντιέγκο», ψιθύρισε η Καταλίνα και μ’ έβγαλε απ’ την ονειροπόληση.
Κάθισα στη βελούδινη πολυθρόνα που μου υπόδειξε. Η Καταλίνα πήγε να ετοιμάσει καφέ, «.... εκτός αν θέλετε να φάτε κάτι. Εγώ δεν τρώω πολύ τα τελευταία χρόνια. Τα γεράματα κόβουν την όρεξη...» είπε σχεδόν γελώντας.
Έμεινα μόνος να παρατηρώ το μελαγχολικό δωμάτιο. Οι βαριές κουρτίνες, που είχαν χάσει το καφέ χρώμα τους και ήταν ξεφτισμένες, εμπόδιζαν το φως του ήλιου να μπει στο δωμάτιο. Η μυρωδιά της κλεισούρας έδειχνε ότι η ιδιοκτήτρια του σπιτιού απόφευγε ν’ ανοίξει τα παράθυρα και ν’ αφήσει τον ήλιο να λούσει με τη ζεστασιά του τα παλιά έπιπλα. Μια βιβλιοθήκη έπιανε όλο τον τοίχο απέναντι απ’ το μεγάλο πίνακα. Ένα φωτιστικό δαπέδου έριχνε ένα απαλό χρυσαφένιο φως.
Η Καταλίνα σέρβιρε τον καφέ κι έβαλε ένα πιάτο με μπισκότα πάνω στο τραπέζι. Ύστερα βολεύτηκε πάνω στον καναπέ και άρχισε να μασουλάει ένα μπισκότο με σοκολάτα. Είδα κόκκους κόκκινης σκόνης να στροβιλίζονται γύρω απ’ τα πόδια της. Πήρα τα μάτια μου από κει. Δεν ήθελα να πέσω θύμα μιας υποβολής και να ξεχάσω το σκοπό για τον οποίο είχα έρθει.
Ο Τζον Τέιλορ, ο εκδότης του περιοδικού στο οποίο εργάζομαι, είχε ανακαλύψει πως η Κόκκινη Αρκούδα ήταν ακόμα στη ζωή και έμενε σε τούτη τη γωνιά του Μεξικού• και απόσπασε την υπόσχεσή της να δώσει μια συνέντευξη στα πλαίσια ενός αφιερώματος για τις μάγισσες του εικοστού αιώνα. Πριν ξεκινήσω είχα διαβάσει το βιβλίο του Ντιέγκο Μοράλες γι αυτήν και το μυστήριο που την περιέβαλε, που είχε κυρίως σχέση με την υποτιθέμενη μαγική γέννησή της. Μια Ινδιάνα με κόκκινα μαλλιά και πράσινα μάτια. Με διασκέδαζε η ιδέα ότι είχα εισχωρήσει σε ένα κόσμο απαγορευμένο, τον οποίο είναι αλήθεια πως δεν έπαιρνα πολύ στα σοβαρά.
Ήταν ένα ζεστό και υγρό απόγευμα του Ιουνίου του 1988, απ’ έξω ακουγόταν το μονότονο τραγούδι ενός γρύλου, ενώ εγώ προσπαθούσα να μαντέψω τη ζωή της μυστηριώδους Κόκκινης Αρκούδας πλάι σ’ ένα εξίσου μυστηριώδη άντρα. Ο Ντιέγκο Μοράλες ήταν ένα φτωχός μετανάστης από το Μεξικό, που κόντεψε να πεθάνει διασχίζοντας το Μονοπάτι του Διαβόλου σε αναζήτηση καλύτερης τύχης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έζησε κάποιους μήνες στη σπηλιά της Βροχής που Τραγουδάει στον Άνεμο και μετά γύρισε στο χωριό του στη Σονόρα, έχοντας μαζί του ένα μωρό, την Καταλίνα. Στην αρχή την παρουσίασε σαν κόρη του, το κορίτσι που γέννησε η Μαρία, η γυναίκα του, λίγο πριν πεθάνει στην έρημο. Όταν όλοι άρχισαν να συζητούν τα κόκκινα μαλλιά της μικρής, ο Ντιέγκο την πήρε και εγκαταστάθηκε στην Καλιφόρνια. Η Καταλίνα μεγάλωνε κι έγινε ερωμένη του Ντιέγκο. Ήταν ατίθαση, εκκεντρική και η ομορφιά της αναστάτωνε τους γύρω της. Οι γείτονες άρχισαν να κουτσομπολεύουν το περίεργο ζευγάρι, τα ξέφρενα πάρτι, τους σκηνοθέτες και τους ηθοποιούς που σύχναζαν στο χαρούμενο σπίτι, την κόκκινη ομίχλη που εμφανιζόταν κάποιες νύχτες χωρίς φεγγάρι, τα φώτα που έλαμπαν χωρίς να είναι ορατή η πηγή τους.
Κι ύστερα ο Ντιέγκο κατηγορήθηκε για μια σειρά εξαφανίσεων νέων ανθρώπων. Είχαν μπει στο σπίτι του ζευγαριού και κανείς δεν τους ξαναείδε. Όταν το θέμα άρχισε να παίρνει διαστάσεις εξαφανίστηκε και η Καταλίνα με τον Ντιέγκο. Ειπώθηκε πως έφυγαν για το εξωτερικό και μόνο μετά από σαράντα χρόνια η Καταλίνα εμφανίστηκε μόνη στη Σονόρα. Βέβαια εγώ πίστευα ότι όλα ήταν καλυμμένα με μια απατηλή αχλή και η σημασία τους είχε διογκωθεί από το μυστήριο και τη γοητεία που τα κάλυπτε.
Η Καταλίνα διέκοψε τη σιωπή. «Όταν ήμουν μικρή ήξερα κάποια πράγματα για τη μητέρα μου, δεν πίστευα όλα όσα έλεγαν για τον πατέρα μου, θυμόμουν αρκετά από τη ζωή αλλού, πέρα από το σύνορο». Δεν έφερε αντίρρηση όταν πάτησα το πλήκτρο εγγραφής στο κασετόφωνό μου. Συνέχισε να μιλά:
«Η Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο κατέβηκε τρέχοντας την πλαγιά. Είχε χάσει από ώρα το άλογό της. Ήταν ολομόναχη στην έρημο. Και είχε συνεχώς την εντύπωση ότι κάποιος την ακολουθούσε. Πότε ένιωθε την παρουσία μπροστά της, να της ανοίγει το δρόμο και πότε πίσω της να ακολουθεί ακούραστα τα βήματά της. Ήξερε πως τα φανταζόταν αυτά, ήταν ο νυχτερινός άνεμος που την ξεγελούσε, αλλά η σκέψη αυτή δεν έδιωχνε την αύρα του αόρατου συντρόφου.
»Η νύχτα έπεφτε γρήγορα και ο αέρας λυσσομανούσε. Αυτό της έδινε κουράγιο. Δε θα την έβρισκαν μια τόσο άγρια νύχτα, ειδικά αν ξεσπούσε η καταιγίδα που εδώ και ώρα είχε δώσει τα σημάδια της. Μια αστραπή έσκισε τη σκοτεινιά και μπροστά στο κορίτσι άνοιξε τα σωθικά της μια σπηλιά. Έσφιξε στα δόντια το μαχαίρι της και παραμέρισε τα κλαδιά που έφραζαν την είσοδο. Την επόμενη στιγμή ξέσπασε μια δυνατή μπόρα, αρκετά ασυνήθιστη γι αυτά τα μέρη. Το κορίτσι μόλις που πρόλαβε να συρθεί στο καταφύγιο. Οι υδάτινες κουρτίνες δεν την άφηναν να δει έξω.
»Σκέφτηκε πως τα ίχνη της είχαν σβήσει χωρίς καν να προσπαθήσει. Βρήκε ξύλα και άναψε φωτιά και μάζεψε φύλλα από κάτω κι έφτιαξε το προσκεφάλι της. Κοίταξε γύρω της και επικαλέστηκε το πνεύμα των προγόνων. Ο φόβος πέταξε μακριά της. Η οργή τον διαδέχτηκε. Όλοι είχαν πεθάνει.
»Δάκρυα έτρεξαν για πρώτη φορά από την ώρα της συμφοράς στα μάτια της. Η φυλή της είχε αφανιστεί, οι αγαπημένοι της είχαν χαθεί εκείνο το μεσημέρι. Τι θα έκανε μόνη; Χωρίς γονείς, συγγενείς, φίλους;
»Θυμήθηκε πάλι εκείνο το περίεργο αίσθημα σε όλη τη διάρκεια της σφαγής και στο δρόμο για να ξεφύγει. Ήταν μια παρουσία, ένα αόρατο χέρι που είχε απλωθεί σε όλη την έκταση του καταυλισμού και ανάσαινε στη θέση των νεκρών, γιγαντωνόταν με τις κραυγές και το αίμα. Και αναδύθηκε στο νου της η εικόνα του μαυροντυμένου άντρα που περιφερόταν άτρωτος από κάθε όπλο στο πεδίο της μάχης. Εκείνες τις ώρες του φονικού δεν είχε προλάβει να επεξεργαστεί στο μυαλό της το ρόλο και την ταυτότητά του. Τώρα που τον σκεφτόταν έμοιαζε τόσο παράταιρος με όλους και ταυτόχρονα τόσο ταιριαστός στο εφιαλτικό περιβάλλον. Σχεδόν εξαϋλωμένος, με κόκκινα σα φλόγα μαλλιά και μαύρα ρούχα ν’ ανεμίζουν, έσκυβε πάνω από εκείνους που πέθαιναν μέσα στον παραλογισμό της σφαγής. Κι ήταν εκείνος που ψιθύρισε κάτι στο αυτί ενός αλόγου κι εκείνο τυλίχτηκε σε μια κόκκινη ομίχλη και πρόθυμα έτρεξε στη Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο. Το κορίτσι σκαρφάλωσε πάνω στ’ άλογο και βγήκε απ’ τον καταυλισμό, χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Η κόκκινη ομίχλη τύλιγε άλογο και καβαλάρισσα.
»Η Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο θυμόταν και ο άνεμος τής ψιθύριζε λόγια παρηγοριάς και σε λίγο άρχισε να τη νανουρίζει. Τα βλέφαρά της βάρυναν. Μια αστραπή καταύγασε το τοπίο και το κορίτσι θυμήθηκε τα λόγια που είχε πει στη Μαύρη Ανεμώνη. “Μ’ αρέσει να ακούω τον άνεμο να μου μιλά. Νομίζω πως καταλαβαίνω τι μου λέει”. Η Μαύρη Ανεμώνη είχε πέσει νεκρή μπροστά στα πόδια της απ’ το όπλο ενός χλωμοπρόσωπου.
»Τυλίχτηκε ακόμα πιο σφιχτά με το σάλι της. Αφέθηκε στο τραγούδι του ανέμου, καθώς παρατηρούσε τις φλόγες να δυναμώνουν και ν’ απλώνουν τη ζεστασιά τους. Λυγμοί συντάραξαν το κορμί της γιατί ανάμεσα στις σκιές που χόρευαν στα τοιχώματα της σπηλιάς αναγνώρισε τις σιλουέτες ανθρώπων της φυλής της. Η Παρδαλή Αλεπού, το Μαύρο Σύννεφο, το Πρωινό Αστέρι. Παρατηρούσε και ένιωθε το σώμα της να χαλαρώνει από την ένταση της ημέρας. Κρατούσε με το ζόρι ανοιχτά τα βλέφαρά της για να μη χάσει το χορό της φωτιάς απ’ τα μάτια της. Μια κόκκινη ομίχλη άρχισε να διαχέεται ολόγυρα. Τότε τον είδε! Ο άντρας με τα κόκκινα μαλλιά βγήκε απ’ τις σκιές και την πλησίασε.
»Έκανε να σηκωθεί, αλλά μια ακατανίκητη δύναμη την κράτησε στο πρόχειρο στρώμα. Εκείνος της μίλησε: “Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο. Όλοι χάθηκαν...”. Η φωνή του ερχόταν από μακριά. Τα μάτια του ήταν σκοτεινά.
»Την κοίταξε ανέκφραστα και πρόσθεσε. “Κοιμήσου τώρα. Το πρωί θα έχεις ανακτήσει τις δυνάμεις σου”. Η κόκκινη ομίχλη χάθηκε μαζί του.
»Όταν ξύπνησε η Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο ήταν μόνη. Βγήκε από το σπηλιά και την τύφλωσε το φως της ημέρας και το αφιλόξενο τοπίο της ερήμου της σιωπής. Ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται. Ήξερε πως κανείς δε ζούσε στην έρημο για καιρό.
»Περπάτησε αρκετή ώρα και μαγεύτηκε από την αντίφαση ανάμεσα στην ερημιά του τοπίου και τη ζωντάνια των πλασμάτων που ανήκαν στο χώρο αυτό. Το μεσημέρι γύρισε στο καταφύγιό της και βρήκε τη φωτιά αναμμένη. Η κόκκινη ομίχλη στροβιλιζόταν στα τοιχώματα. Ο χώρος ζεστός και φιλόξενος την περίμενε.
»Έφαγε τις ρίζες που είχε βρει νωρίτερα και ήπιε το ελάχιστο νερό που είχε απομείνει στο φλασκί της. Ξαναβγήκε το απόγευμα σε αναζήτηση τροφής. Πώς θα ζούσε μόνη; Όταν επέστρεψε στη σπηλιά διαπίστωσε με έκπληξη ότι δεν πεινούσε, δε διψούσε, δεν ένιωθε αδυναμία.
»Τη νύχτα άκουγε τα κογιότ, έβλεπε τα γυαλιστερά ερπετά, μύριζε τα αλλόκοτα φυτά της ερήμου. Η Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο είχε μάθει πως η έρημος δεν ήταν για τους ανθρώπους. Τα κογιότ και οι ιαγούαροι, οι κροταλίες και τα ελάφια κυριαρχούσαν πάντα εδώ, μα οι άνθρωποι δεν κατάφεραν ποτέ να νικήσουν την καυτή πέτρα, τις αχανείς κοιλάδες, το θάνατο που τους καλούσε αν τολμούσαν να περάσουν τα γρανιτένια βουνά. Τα φυτά της ερήμου, ποικίλα και μοναχικά, περιμένουν να ρουφήξουν την ανάσα των αφρόνων και ο άνεμος φυσά συνομιλώντας με το φεγγάρι και τα κογιότ, φέρνοντας νέα από άλλες περιοχές, μεταφέροντας τις ανάσες των ζώων σε άλλες ερήμους, σε δάση, σε πεδιάδες.
»“Θα μείνω”, έλεγε πεισματάρικα, καθώς ένιωθε την ερημιά ολόγυρα να αντιπροσωπεύει την ερημιά μέσα της.
»Πέρασαν βδομάδες. Η Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο περιφερόταν στο απέραντο τοπίο που θεωρούσε πια δική της γη, μα πάντα επέστρεφε στο φιλόξενο καταφύγιο κι ένιωθε να γεμίζει ενέργεια, να ζωντανεύει και να ανανεώνεται κάθε σπιθαμή του κορμιού της. Ήξερε πως γι αυτό φρόντιζε η κόκκινη ομίχλη που είχε γίνει αχώριστη σύντροφός της. Και της έδινε ιδέες, της υπόβαλε σκέψεις, της έδειχνε τη δύναμη. Άρχισε να αναρωτιέται αν είχε πάψει να είναι άνθρωπος. Έγινε φίλη με τον ιαγούαρο και το κογιότ, τα φίδια και τις σαύρες.
»Μιλούσε στο φεγγάρι και εκείνο της υποσχόταν προστασία. Ρωτούσε τον άνεμο κι εκείνος της αποκάλυπτε τον τρόπο. Κι έβλεπε όνειρα για τον μαυροντυμένο άντρα που περιφερόταν ανάμεσα στους ετοιμοθάνατους, την τελευταία ημέρα που η Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο είχε δει ανθρώπους.
»Μια μέρα τον είδε να στέκεται στην είσοδο της σπηλιάς. Πρόσεξε τα μάτια του που έλαμπαν με ένα βαθύ πράσινο χρώμα. Ο άνεμος έπαιζε με τα μακριά κόκκινα μαλλιά του. Η κόκκινη ομίχλη στροβιλιζόταν γύρω απ’ τα πόδια του».
Με κοίταξε με τα υγρά, φωτεινά, πράσινα μάτια της. Η Καταλίνα ήξερε πράγματι να δημιουργεί δραματική ατμόσφαιρα. Θυμήθηκα πως είχε παίξει και σε μια δυο περιθωριακές ταινίες με αποκρυφιστικό περιεχόμενο.
Αποφάσισα πως θα άρχιζε το άρθρο μου: Λένε πως η Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο στοιχειώνει την έρημο της σιωπής και μπορείς να ακούσεις το μουρμουρητό της, καθώς διαβαίνεις τις αχανείς εκτάσεις.
Κι όμως, δεν υπήρχε καμιά απόδειξη ότι η Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο είχε υπάρξει ποτέ. Μόνο το βιβλίο του Ντιέγκο και η μαρτυρία της Καταλίνα. Δηλαδή ουσιαστικά τίποτα. Κάθε λογικός άνθρωπος θα κατέληγε στο συμπέρασμα πως ο Ντιέγκο ήταν ο πατέρας της Καταλίνα και απλώς το έκρυβαν, γιατί βέβαια όλοι γνώριζαν ότι ήταν εραστές.
Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα πραγματικά για τη μαγεία, ούτε πίστευα πως οι μάγοι θα μπορούσαν να επιτύχουν εντυπωσιακά αποτελέσματα χωρίς τη χρήση της υποβολής. Αυτή την υποβολή πρέπει να χρησιμοποιούσαν και η Καταλίνα με τον Ντιέγκο. Μπορεί να μελετούσα παρόμοια θέματα λόγω της θέσης μου στο περιοδικό «Φαινόμενα», μα κρατούσα πάντα μια κριτική και σκεπτικιστική στάση και θεωρούσα αρκετά αφελείς τους αναγνώστες που έπαιρναν κατά γράμμα όσα διάβαζαν. Όμως τις σκέψεις μου έπρεπε να τις κρατώ για τον εαυτό μου.
Και ξαφνικά θυμήθηκα ένα απόσπασμα απ’ το βιβλίο του Ντιέγκο Μοράλες στο οποίο μιλούσε για οντότητες, πνεύματα όπως έχουμε συνηθίσει να τα λέμε, που προσπαθούν να αναλάβουν τον έλεγχο του ατόμου και κατά κανόνα υπερισχύει αυτό που είναι η βασική οντότητα και σ’ αυτήν οφείλει το άτομο την προσωπικότητά του. Οι άλλες είναι δευτερεύουσες και συνήθως βρίσκονται σε ύπνωση, αδρανείς, καθοδηγούμενες και σε αρμονία με την πρώτη. Αυτό είναι ευτύχημα, έγραφε, γιατί μπορούμε να δούμε τι συμβαίνει όταν περισσότερες οντότητες είναι εν ενεργεία και μάχονται για τον έλεγχο του σώματος και του νου. Τότε έχουμε τα φαινόμενα της σχιζοφρένειας ή πολλαπλής προσωπικότητας, τη δαιμονική κατάληψη, την απώλεια της συνείδησης.
Κι εκείνη, λες και διάβασε τις σκέψεις μου, μίλησε:
«Εκεί στην έρημο η Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο απελευθέρωσε μια τέτοια δύναμη. Μέσα στη μοναξιά της έδωσε την ελευθερία του στο δαίμονα του ανέμου που κατοικούσε μέσα της, στη δύναμη της φύσης που άλλοτε ξεραίνει και καταστρέφει, άλλοτε δίνει ζωή και ευεργετεί. Και ο δαίμονας πήρε την ανθρώπινη μορφή και ενώθηκε μαζί της και μετά... Μετά γεννήθηκα εγώ. Βλέπεις, η Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο έζησε μακριά απ’ τους ανθρώπους, η μόνη της επικοινωνία ήταν με τη φύση γύρω της και εκείνη της γνώρισε τα μυστικά της και της έδειξε πως να απελευθερωθεί από τα δεσμά της ψευδαίσθησης. Υπάρχουν δυνάμεις κλεισμένες μέσα στις ψυχές μας και χρειάζεται ένα ιδιαίτερο ερέθισμα για την αφύπνισή τους. Έχουμε άγνωστες ικανότητες και η αποκάλυψή τους οδηγεί στην απελευθέρωση των δαιμόνων για τους οποίους μιλούν όλες οι θρησκείες. Το πεδίο της μάχης είναι η ανθρώπινη ψυχή, δεν υπάρχουν δαίμονες, πέρα από εκείνους που οι ίδιοι τρέφουμε.
»Έτσι γεννήθηκα, λοιπόν. Η Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο δεν έζησε πολύ, πέθανε λίγες ώρες μετά τη γέννησή μου, αλλά ο νους της ήταν πάντα γεμάτος με σκέψεις για γκρέμισμα κάθε περιορισμού. Τόσο αθώα και ταυτόχρονα τολμηρή.
»Όσο για το Ντιέγκο.... Έζησε και πέθανε παραγνωρισμένος, όπως κάθε σπουδαίος άνθρωπος. Τον θαύμαζα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Με εντυπωσίαζε η προσωπικότητά του, οι τρόποι του. Ήξερε πώς να γοητεύει τις γυναίκες. Διέθετε μια αστείρευτη όρεξη για μάθηση, έψαχνε συνεχώς τρόπους να διευρύνει τους ορίζοντές του, δεν είχε αναστολές. Είχα γίνει ερωμένη του και περνούσα καλά μαζί του και κάναμε τόσα... εννοώ... ασυνήθιστα πράγματα. Οι γείτονες είχαν παραπονεθεί, ξέρεις, για τους θορύβους κι όλα αυτά. Βέβαια, ενοχλήθηκαν πολύ με τις εξαφανίσεις. Πόσο υπερβολικοί γίνονται συχνά οι άνθρωποι. Δεν έχουν την αίσθηση του μέτρου. Δημιούργησαν θέμα με κάποιους που χάθηκαν. Έγινε ποτέ τέτοιος θόρυβος για τη σφαγή της φυλής μου;»
Δάγκωσα επιφυλακτικά ένα μπισκότο για να διαπιστώσω ότι, αντίθετα με όσα υποδείκνυε η παρακμή γύρω μου, αυτό ήταν φρέσκο και γευστικό. Η κόκκινη ομίχλη απλωνόταν μπροστά από τη βιβλιοθήκη. Αναρωτήθηκα πού είχε κρύψει η Καταλίνα το μηχάνημα που δημιουργούσε αυτό το εφέ. Εκείνη άρχισε να μιλά για τη μέρα που σημάδεψε τη ζωή του Ντιέγκο:
«Ο Ντιέγκο ένιωθε τη ζωή να φεύγει από μέσα του. Κατάλαβε πως δε θα έφτανε ποτέ στα σύνορα. Η Μαρία και ο Ροντρίγκεζ είχαν πεθάνει πριν δυο μέρες. Η γυναίκα του και ο αδελφός του. Τα νεκρά σώματα είχαν γίνει βορά στα όρνεα. Αυτή θα ήταν και η δική του μοίρα. Οι τρεις τους είχαν ξεκινήσει από το χωριό τους στο Μεξικό με την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή στη Γιούμα. Κι έμελλε οι τελευταίες εικόνες τους να είναι αυτές του θανάτου και της ερημιάς.
»Τα χείλη του ήταν πρησμένα από τη δίψα, τα χέρια και τα πόδια του πληγωμένα, τα ρούχα του κουρελιασμένα. Στα μάτια του έρχονταν συνέχεια εικόνες από την αργή πορεία της γυναίκας του προς το θάνατο. Πριν πεθάνει είχε χάσει το μωρό που είχε στα σπλάχνα της. Αλλά τι σημασία είχαν όλα αυτά πια; Τι ανοησία να τολμήσουν αυτή την πορεία του θανάτου και μάλιστα με τη γυναίκα του έγκυο..
»Σερνόταν και παρακαλούσε να πεθάνει χωρίς να υποφέρει άλλο. Ένιωθε την έρημο να ζωντανεύει γύρω του. Οι κάκτοι λες και τον κοιτούσαν. Βρέθηκε μπροστά σ’ ένα κρατήρα που του έκοβε την ανάσα. Οι βράχοι και τα κομμάτια λάβας, η απεραντοσύνη, το κυρίαρχο μπεζ της φύσης, όλα τον έκαναν να νιώθει πως ήταν μόνος του στον κόσμο, ο τελευταίος άνθρωπος στη γη.
»Κοίταξε την άβυσσο μπροστά του. Αν απλώς αφηνόταν να πέσει στο κενό; Αν πήγαινε γρήγορα προς το τέλος του; Μια στιγμή δισταγμού και ο νυχτερινός άνεμος άρχισε να φυσά. Κάποιο κογιότ ούρλιαζε στο γεμάτο φεγγάρι. Ο Ντιέγκο τράβηξε τα μάτια του από το βάραθρο, γιατί νόμισε πως κάτι του έλεγε ο άνεμος. Δίπλα του είδε ένα βράχο. Ακούμπησε πάνω του και κοίταξε τον ουρανό. Είχε την αίσθηση πως άκουγε τις τροχιές των άστρων, που ποτέ άλλοτε δεν ήσαν τόσα πολλά και λαμπερά, και νόμισε πως τον καλούσαν.
»Κοίταξε το βράχο και είδε τη σπηλιά. Μια λωρίδα κόκκινης ομίχλης έβγαινε από μέσα της.
»Σκέφτηκε πως προτιμούσε να αφήσει την τελευταία πνοή του εκεί μέσα, στις σκιές, κρυμμένος απ’ τα μάτια τ’ ουρανού. Μόλις σύρθηκε μέσα από το άνοιγμα της σπηλιάς, λιποθύμησε.
»Ξύπνησε από το τριζοβόλημα της φωτιάς. Ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα αναπαυτικό στρώμα από φύλλα. Πονούσε. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Με θολό από τον πόνο βλέμμα είδε μια νεαρή Ινδιάνα να στέκεται μπρος του. Ήταν μικρή, γύρω στα δεκαεπτά. Και ήταν έγκυος. Κοίταξε μέσα στη φωτιά και ξαφνιάστηκε όταν είδε τις φλόγες να παίρνουν ανθρώπινες μορφές και να χορεύουν ξέφρενα».
Στο διάβα των χρόνων είχαν εμφανιστεί διάφοροι, γραφικοί συνήθως, που ισχυρίστηκαν ότι είχαν βρει τη σπηλιά της μάγισσας. Αλλά η έρημος είχε πολλά σπήλαια και δεν υπήρχε καμιά ένδειξη ότι κάποιο απ’ αυτά είχε φιλοξενήσει τη Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο. Άλλωστε, γιατί να πιστέψει κανείς πως υπήρξε ποτέ Ινδιάνα μ’ αυτό το όνομα; Κι εγώ συνέχιζα να βλέπω την κόκκινη ομίχλη, αλλά αρνιόμουν να πιστέψω στη μαγεία της Καταλίνα.
«Γιατί με τόσες ικανότητες, αν... Γιατί, ε, δεν έμεινες νέα;» τόλμησα την ερώτηση. Αν η γέννησή της ήταν μαγική θα γερνούσε έτσι; Η Καταλίνα έβαλε τα γέλια.
«Γιατί γέρασα, ε; Πες το καθαρά. Η κόρη του δαίμονα γερνάει; Οι γυναίκες τρελαίνονται για να μείνουν νέες. Όμως εμένα δε με ένοιαξε ποτέ, ακριβώς επειδή μπορούσα να το κάνω. Γι αυτό και αρνήθηκα αυτό που ήταν εύκολο, ένα παιχνίδι. Επέλεξα διαφορετικά». Τα πράσινα μάτια παιχνίδιζαν πονηρά. «Όμως, επιμένεις στις αποδείξεις, κ. Πάλμερ. Εγώ δε σου ζητώ απόδειξη αν είσαι δημοσιογράφος, ούτε καν αν υπάρχεις. Πάρε λοιπόν τις αποδείξεις σου».
Άρχισε να μουρμουρίζει ένα τραγούδι. Δεν καταλάβαινα τη γλώσσα. Πρέπει να ήταν κάποια ινδιάνικη διάλεκτος. Σκέφτηκα πως το πιο πιθανό ήταν να είχε τρελαθεί από την πίστη και τις παράξενες ασχολίες της. Το άρθρο μου όμως θα γινόταν πολύ καλό. Στο κάτω κάτω ποιον ένοιαζε η αλήθεια; Η κόκκινη ομίχλη φιδογύριζε στα πόδια μου. Προσπάθησα να σηκωθώ, αλλά ένα μούδιασμα είχε απλωθεί σ’ όλο μου το σώμα.
Η Καταλίνα σταμάτησε απότομα το τραγούδι και σηκώθηκε αργά από τον καναπέ. Άφησε να της ξεφύγει ένα σιγανό γέλιο.
«Τις νύχτες, όταν η σελήνη μού χαμογελά θλιμμένα και κρύβεται πίσω απ’ τα ποικιλόμορφα σύννεφα, σκέφτομαι τα μαύρα μάτια του Ντιέγκο, όπως έλαμπαν τις άγριες νύχτες των διασκεδάσεών μας. Τον συναντώ στις ερημιές, νιώθω το σκοτεινό βλέμμα του να με καρφώνει και τη θλίψη της μοναξιάς να φεύγει μακριά. Και τότε έχω ένα έντονο αίσθημα ασφάλειας, γιατί ο Ντιέγκο είναι κοντά μου αθέατος και δε με άφησε ποτέ. Ζω μέσα σ’ ένα αλλόκοτο τούνελ, κ. Πάλμερ. Πατάω ταυτόχρονα σε δυο κόσμους. Ενώ εσύ...»
Η κόκκινη ομίχλη άρχισε να γίνεται ρευστή. Μετατράπηκε σε αίμα που κυλούσε απ’ τους τοίχους και διέσχιζε το δωμάτιο περνώντας κάτω απ’ τα έπιπλα. Αίμα που έπαιρνε μορφή, σχήμα, μεταμορφωνόταν σε μωρά, παιδιά, άντρες, γυναίκες. Η φυλή της Βροχής που Τραγουδάει στον Άνεμο. Τα πλάσματα που στοίχειωσαν σ’ αυτή τη μορφή στο κρεσέντο της ανθρώπινης δύναμης, της τρέλας, της αλαζονείας, της αδυναμίας και της διαστροφής. Περιφέρονται ξεχασμένα και ανήμπορα να κατανοήσουν την κατάστασή τους, άμορφα και δεμένα με αόρατες αλυσίδες στον τόπο όπου χάθηκαν. Δεν μπορούν να φύγουν κι αναζητούν την έξοδο στις ερημιές και τ’ απάτητα σπήλαια. Θρηνούν κλεισμένα στη φυλακή τους και η μόνη διέξοδος είναι τα όνειρα και τα οράματα, μέσα απ’ τα οποία πασχίζουν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, λιώνουν ξεχασμένα, αναζητούν τη λήθη• μα ποιος θα τα βοηθήσει;
Ένας άντρας μεγάλης ηλικίας με λευκά μαλλιά και γένια στάθηκε δίπλα στην Καταλίνα. Η γυναίκα έγειρε απαλά στον ώμο του κι αυτός της χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά.
«’Ηρθε η ώρα να φύγουμε, καλή μου. Ένας άλλος κόσμος μας περιμένει».
Κούνησε το κεφάλι της. «Ξέρεις, Ντιέγκο, παρόλη τη γνώση και τη θύμηση, μ’ αρέσει που εξακολουθώ να βλέπω τον σύμπαν όπως τα κινέζικα κουτιά. Κάθε φορά που νομίζω πως βρήκα την πραγματικότητα της ψευδαίσθησης, βρίσκω από κάτω μια καινούργια που πηγαίνει λίγο πιο πέρα από την προηγούμενη».
Φέρονταν σαν να μην υπάρχω, με είχαν ξεχάσει ολότελα. Είχαν στραφεί στα πλάσματα που γεννούσε η κόκκινη ομίχλη. Ο Ντιέγκο έπιασε από το χέρι την Καταλίνα. Το δωμάτιο άρχισε να σκοτεινιάζει και βρέθηκα στη σπηλιά της μάγισσας, που είχα πιστέψει πως δεν υπήρχε. Ανθρώπινες μορφές χόρευαν μαζί με τις φλόγες. Τα μαλλιά της Καταλίνα και του Ντιέγκο πλέχτηκαν μεταξύ τους και στα κλαδιά των κάκτων που βρίσκονταν στην είσοδο της σπηλιάς. Αναρωτήθηκα αν θα ζούσα για να γράψω όσα έβλεπα. Πού με είχε μπλέξει ο Τζον Τέιλορ;
Συνήλθα μέσα στο αυτοκίνητο. Μου φάνηκε πως είχαν περάσει ώρες. Ξημέρωνε. Βρισκόμουν μπροστά στο σπίτι της Καταλίνα. Ευχήθηκα να με είχε πάρει ο ύπνος και όλα όσα έζησα να ήταν ένας εφιάλτης. Όμως η κόκκινη ομίχλη έβγαινε από τη μισάνοιχτη πόρτα και κατευθυνόταν προς το μέρος μου. Δεν έβλεπα σημάδια ζωής. Έβαλα μπρος το αυτοκίνητο και έφυγα, χωρίς να τολμήσω να γυρίσω για να πάρω το κασετόφωνό μου. Το αυτοκίνητο έτρεχε και χοροπηδούσε στο δρόμο αφήνοντας πίσω του ένα σύννεφο κίτρινης σκόνης. Μπαίνοντας στην Καμπόρκα, η πόλη μού φάνηκε αλλαγμένη. Σταμάτησα σ’ ένα καφέ για να συνέλθω και ορκίστηκα στον εαυτό μου να μην πω τίποτα απ’ όσα είχα δει.
Ρώτησα επιφυλακτικά ένα γέρο, που μισοκοιμόταν στο διπλανό τραπέζι, για την Καταλίνα Μοράλες. Του είπα πως ήθελα να πάω στο σπίτι της.
«Α, λες για τη γριά μάγισσα. Εξαφανίστηκε πριν δέκα, δεκαπέντε χρόνια. Όπως είχε χαθεί και ο άντρας της ο Ντιέγκο. Όσο για το σπίτι... Μετά την εξαφάνισή της βρέθηκε μέσα νεκρός ένας δημοσιογράφος. Είπαν πως πέθανε απ’ το φόβο του. Έτσι είπαν. Ανακοπή. Είχε γίνει θόρυβος τότε. Έγραφαν για μέρες οι εφημερίδες. Να δεις πώς τον έλεγαν... Για στάσου... Ναι, νομίζω τ’ όνομά του ήταν Πάλμερ, Ρότζερ Πάλμερ. Είχαν βρει και το κασετόφωνό του. Αλλά η κασέτα μέσα ήταν άγραφη. Μα εσύ είσαι πολύ χλωμός. Είσαι καλά;»
Το βλέμμα μου είχε πέσει στην εφημερίδα που είχε ο γέρος διπλωμένη πάνω στο τραπέζι του. Η ημερομηνία της ήταν 3 Ιουνίου 2003. Ακόμα κι αν τα είχα φανταστεί όλα, ακόμα κι αν είχα τρελαθεί, ακόμα.... Βγήκα τρέχοντας έξω απ’ το καφέ. Το αυτοκίνητό μου είχε χαθεί. Το πάρκινγκ είχε χαθεί. Το καφέ είχε χαθεί. Και είχε χαθεί και η Καμπόρκα. Η κόκκινη ομίχλη με τύλιξε στην αγκαλιά της. Πρόλαβα να αναρωτηθώ: Ποιος είμαι; Μίλησα με την Κόκκινη Αρκούδα; Υπήρξα άραγε ποτέ;
(Το παραπάνω διήγημα προοριζόταν για το 12ο εργαστήρι της ΑΛΕΦ. Επειδή δεν πρόλαβα να το στείλω, σκέφτηκα να το αναρτήσω εδώ, στο ιστολόγιο του καθρέφτη. Είναι ακόμα βέβαια, στην πρώτη του μορφή).
Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008
το είδωλο επαναλαμβάνεται ή ο καθρέφτης χάλασε;
Από το http://www.inarcadia.gr/ αντιγράφω παρακάτω το πρόγραμμα της 28ης Οκτωβρίου 2008 στην Τρίπολη, ανάλογο με το πρόγραμμα σε όλες τις ελληνικές πόλεις. Και απλώς αναρωτιέμαι: Ζούμε στο 2008; Μήπως (λέω μήπως) πρέπει πια να ξεκολλήσουμε από τον ίδιο και απαράλλακτο τρόπο με τον οποίο γιορτάζουμε κάθε χρόνο τις Εθνικές Επετείους; Φαντάζομαι ότι υπάρχουν πιο ουσιαστικοί τρόποι εορτασμού. Δε λέω να μη γιορτάσουμε ή να μη θυμόμαστε. Αλίμονο αν ξεχάσουμε. Όμως, αν επαναλαμβάνεις κάτι με τον ίδιο τρόπο συνεχώς ώστε να καταντά συνήθεια, στο τέλος παύεις να το βλέπεις. Λέω, λοιπόν, μήπως ήρθε ο καιρός να ξεκολλήσουμε από συνήθειες και τελετές που θυμίζουν τη χούντα. Μήπως όμως δεν έπεσε ακόμα η χούντα;
Αυτό είναι λοιπόν το πρόγραμμα:
Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008
• 07.00 π.μ. Θα σημάνουν χαρμόσυνα οι καμπάνες όλων των εκκλησιών με μέριμνα της Ιεράς Μητρόπολης Μαντινείας και Κυνουρίας και η Στρατιωτική και Δημοτική Μουσική θα περιέλθουν χωριστά τους δρόμους της πόλης και θα παιανίζουν θούρια και εμβατήρια.
• 08.00 π.μ. Επίσημη Έπαρση της Σημαίας στην Κεντρική Πλατεία σύμφωνα με τις διαταγές της IV Μεραρχίας Πεζικού.
• 10.30 π.μ. Τέλεση επίσημης δοξολογίας στον Ιερό Ναό Αγίου Βασιλείου, χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Μαντινείας και Κυνουρίας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ. Μετά το τέλος της δοξολογίας θα εκφωνηθεί ο πανηγυρικός της ημέρας από τον κ. Κωνσταντίνο Μακρή, Δ/ντή του 1ου Γεν. Λυκείου Τρίπολης.
• 11.00 π.μ. Συγκέντρωση των Επισήμων και του λαού της πόλης στο χώρο του Μνημείου Αρχιερέων και Προκρίτων, όπου θα γίνει επιμνημόσυνη δέηση, κατάθεση στεφάνων, σιγή ενός λεπτού στη μνήμη των ενδόξων νεκρών και ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου.
• 11.45 π.μ. Παρέλαση Φιλαρμονικής Δήμου Τρίπολης, Αναπήρων Πολέμου, Οργανώσεων, Συλλόγων, Σχολείων Α/θμιας και Β/θμιας Εκπαίδευσης, Σωμάτων Ελληνίδων Οδηγών και Ελλήνων Προσκόπων με τις Σημαίες και τα Λάβαρά τους, καθώς και τμημάτων των Ενόπλων Δυνάμεων.
Χώρος της Παρέλασης ορίζεται η οδός Τάσου Σεχιώτη (πρώην Κένεντυ).
• 12.30 μ.μ. Στην πλατεία 'Αρεως θα χορέψουν ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς οι μαθητές και οι μαθήτριες των Γυμνασίων της Τρίπολης.
• 05.30 μ.μ Επίσημη υποστολή της Σημαίας.
Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2008
Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2008
ο καθρέφτης των δημιουργών
Η Κριτική Επιτροπή του 2ου Πανελλήνιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού που οργάνωσε το Περιοδικό ΥΦΟΣ απένειμε τα βραβεία και τους επαίνους την Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2008 στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων (Αίθουσα Τρίτση). Πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με ομόφωνη απόφαση της Επιτροπής, απονεμήθηκαν τέσσερα βραβεία και τέσσερις έπαινοι για κάθε κατηγορία (ποίηση, διήγημα, δοκίμιο) χωρίς να γίνει περαιτέρω διάκριση (Α, Β, Γ, Δ), επειδή τα όρια ανάμεσα στις πολύ καλές συμμετοχές συγχέονται, αλλά κυρίως επειδή οφείλουμε να στηρίζουμε την ευγενή άμιλλα και όχι τον ανταγωνισμό.
ΒΡΑΒΕΙΑ ΚΑΙ ΕΠΑΙΝΟΙ
ΠΟΙΗΣΗ
ΒΡΑΒΕΙΑ
Έρωτας σε τρεις πράξεις, του Παναγιώτη Αργυρόπουλου
Vergente mundi vespere, του Παναγιώτη Ηλιόπουλου
Σε κάποια bits χαμένος, του Δημήτρη Κοψαχείλη
Χωρίς τίτλο, της Δέσποινας Τριάντη
ΕΠΑΙΝΟΙ
Το φάντασμα του είναι, του Ανδρέα Γεωργαλλίδη
Στην ακτή φωτογραφίζοντας το άπειρο, του Παναγιώτη Εμμανουηλίδη
Τριγύρω μόνο ουρανός, του Στέφανου Παππά
Λάμπα, της Ξανθούλας Παρλάνη
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΒΡΑΒΕΙΑ
El Joropo, του Δημήτρη Δανελάτου
Το μενταγιόν, της Κατερίνας Μαλακατέ
Το πέρασμα, του Δημήτρη Τανούδη
Πικρό χώμα, του Κωνσταντίνου Χατζηγεωργίου
ΕΠΑΙΝΟΙ
Μια σονάτα για την Alida, του Παναγιώτη Λάλου
Μια μικρή κι ασήμαντη απόφαση, της Κατερίνας Λίτσιου
Πλούτωνας, του Σωτήρη Μπαμπατζιμόπουλου
Highway, του Τάσου Παπαδόπουλου
ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΑ ΔΟΚΙΜΙΑ
ΒΡΑΒΕΙΑ
«...ορατό και αόρατο οδοιπορικό στη Μάνη...», της Ελισάβετ Ιακωβίδου
Το Αιγαίο στο Χωροχρόνο, του Δημητρίου Λούκα
Οδοιπορικό στα σκλαβωμένα σχολεία μας, του Δρα Γιώργου Κ. Μιχαηλίδη
Ο νόστος των νερών, της Έλενας Ψαραλίδη – Φιλιππιτζή
ΕΠΑΙΝΟΙ
Στο λουτρό, του Πλάτωνα Μαλλιάγκα
Οδοιπορικό στην Αίγυπτο, της Ελένης Μπερτσάτου
Μεταπολεμικοί κατασκηνωτές σε πανάκριβα οικόπεδα της Βηρυτού, της Μαρίας Ολυμπίου
Βερολίνο, της Γεωργίας Τσούνη
Τετάρτη 27 Αυγούστου 2008
Κώστας Σαμαράς: "ΚΑΤΑΖΗΤΕΙΤΑΙ"
απόδραση από τον παραμορφωτικό
καθρέφτη της κοινωνίας
καθρέφτη της κοινωνίας
Αυτό το καλοκαίρι διαβάζω βιβλία φίλων. Έτσι χθες τελείωσα το «ΚΑΤΑΖΗΤΕΙΤΑΙ» του Κώστα Σαμαρά. Είναι καινούργια έκδοση από τον ΚΕΔΡΟ (η πρώτη έκδοση ήταν από το ΟΞΥ το 1999), στην οποία περιλαμβάνεται και μια συνέντευξη του συγγραφέα στο Σταύρο Θεοδωράκη. Ο Κώστας έγινε «θρύλος» στον κόσμο της φυλακής αλλά και του περιθωρίου για τις ληστείες του και τις θεαματικές του αποδράσεις (πέντε αποδράσεις και πέντε απόπειρες). Ξεκίνησε με ποινή πέντε ετών και τα έφτασε (με τις συγχωνεύσεις) είκοσι πέντε. Από το 2004 βρίσκεται έξω με αναστολή έχοντας εκτίσει καθαρά δεκαέξι χρόνια ποινής ανάμεσα στις αποδράσεις. Πάνω απ’ όλα όμως ο Κώστας είναι καλλιτέχνης (εντάξει, έβαλε και λίγη τέχνη στην παρανομία. Μεταξύ των άλλων έφτιαχνε εξαιρετικά ψεύτικα όπλα). Ζωγραφίζει, ασχολείται με την ξυλογλυπτική, γράφει, παίζει ντραμς.
Ο Κώστας Σαμαράς πήρε δύο χρηματικά βραβεία όσο ήταν στη φυλακή. Πρόκειται για το Πρώτο Βραβείο Διηγήματος και το Πρώτο Βραβείο Ζωγραφικής στον Α' Πανελλήνιο Λογοτεχνικό & Εικαστικό Διαγωνισμό στον οποίο συμμετείχαν φυλακισμένοι και διοργανώθηκε από το "Ε.ΚΕ.ΒΙ" (Εθνικό Κέντρο Βιβλίου) και το λογοτεχνικό Περιοδικό "ΥΦΟΣ". Κάθε βραβείο συνοδευόταν από 300.000 δραχμές και το αστείο είναι ότι τη χορηγία αυτή την είχε δώσει η Εθνική Τράπεζα - την οποία ο Σαμαράς είχε κάποτε «ξαλαφρώσει» από πολλά εκατομμύρια στη μεγάλη ληστεία στο υποκατάστημα της Καλαμπάκας.
Ο Σαμαράς λέει για το «ΚΑΤΑΖΗΤΕΙΤΑΙ»: «O λόγος που έγραψα το βιβλίο είναι ότι αποφάσισα κάποια στιγμή να σταματήσω τις αποδράσεις και να βγω από τη φυλακή κανονικά. Τέτοια στροφή δεν γίνεται όμως εύκολα. Το να γράψω το βιβλίο ήταν ο καλύτερος τρόπος να συγκεντρωθώ σε κάτι άλλο και να σταματήσω να σκέφτομαι την απόδραση». Το βιβλίο διαβάζεται σαν αστυνομική περιπέτεια με σκηνές δράσης αλλά και έρωτα, που δίνει την ευκαιρία στον αναγνώστη να «δει» μέσα από τα μάτια ενός παράνομου, να γνωρίσει τις άθλιες και τριτοκοσμικές συνθήκες των ελληνικών φυλακών και των τμημάτων Μεταγωγών, να αντιληφθεί πως ο φυλακισμένος μπορεί εύκολα να μπει σ’ ένα φαύλο κύκλο που τον οδηγεί συνεχώς σε νέες παρανομίες. Γράφει ο Σαμαράς στον πρόλογο: «Το βιβλίο αυτό είναι η γραπτή μεταφορά παράνομης δράσης και οδυνηρών εμπειριών που ζητούσαν πιεστικά διέξοδο με ζητούμενο την ψυχική ισορροπία μέσα σ’ ένα ασφυκτικό και επικίνδυνο περιβάλλον».
Ο Κώστας Σαμαράς πήρε δύο χρηματικά βραβεία όσο ήταν στη φυλακή. Πρόκειται για το Πρώτο Βραβείο Διηγήματος και το Πρώτο Βραβείο Ζωγραφικής στον Α' Πανελλήνιο Λογοτεχνικό & Εικαστικό Διαγωνισμό στον οποίο συμμετείχαν φυλακισμένοι και διοργανώθηκε από το "Ε.ΚΕ.ΒΙ" (Εθνικό Κέντρο Βιβλίου) και το λογοτεχνικό Περιοδικό "ΥΦΟΣ". Κάθε βραβείο συνοδευόταν από 300.000 δραχμές και το αστείο είναι ότι τη χορηγία αυτή την είχε δώσει η Εθνική Τράπεζα - την οποία ο Σαμαράς είχε κάποτε «ξαλαφρώσει» από πολλά εκατομμύρια στη μεγάλη ληστεία στο υποκατάστημα της Καλαμπάκας.
Ο Σαμαράς λέει για το «ΚΑΤΑΖΗΤΕΙΤΑΙ»: «O λόγος που έγραψα το βιβλίο είναι ότι αποφάσισα κάποια στιγμή να σταματήσω τις αποδράσεις και να βγω από τη φυλακή κανονικά. Τέτοια στροφή δεν γίνεται όμως εύκολα. Το να γράψω το βιβλίο ήταν ο καλύτερος τρόπος να συγκεντρωθώ σε κάτι άλλο και να σταματήσω να σκέφτομαι την απόδραση». Το βιβλίο διαβάζεται σαν αστυνομική περιπέτεια με σκηνές δράσης αλλά και έρωτα, που δίνει την ευκαιρία στον αναγνώστη να «δει» μέσα από τα μάτια ενός παράνομου, να γνωρίσει τις άθλιες και τριτοκοσμικές συνθήκες των ελληνικών φυλακών και των τμημάτων Μεταγωγών, να αντιληφθεί πως ο φυλακισμένος μπορεί εύκολα να μπει σ’ ένα φαύλο κύκλο που τον οδηγεί συνεχώς σε νέες παρανομίες. Γράφει ο Σαμαράς στον πρόλογο: «Το βιβλίο αυτό είναι η γραπτή μεταφορά παράνομης δράσης και οδυνηρών εμπειριών που ζητούσαν πιεστικά διέξοδο με ζητούμενο την ψυχική ισορροπία μέσα σ’ ένα ασφυκτικό και επικίνδυνο περιβάλλον».
Κυριακή 24 Αυγούστου 2008
η τούρτα πίσω από τον καθρέφτη
Σήμερα έχω γενέθλια κι έτσι μπορείτε να πάρετε ένα κομμάτι από την τούρτα μου. Θα τη βρείτε πίσω από τον καθρέφτη. Βέβαια μπορεί μετά να συναντήσετε το Άσπρο Κουνέλι, την Κόκκινη Βασίλισσα ή τη Γαλάζια Κάμπια που καπνίζει ναργιλέ. Ακόμα υπάρχει περίπτωση να αλλάξετε μέγεθος ή να πιάσετε συζήτηση με λουλούδια. Γι αυτό μετά τη χρήση μην οδηγείτε και μη χειρίζεστε μηχανήματα.
Παρασκευή 22 Αυγούστου 2008
τα είδωλα του ποιητή
Όπως είχα αναφέρει σε προηγούμενη ανάρτηση, ο φίλος Δημήτρης Φύσσας παρουσίασε τον Ιούνιο το βιβλίο του «Οι Αστικοί Χώροι είναι ποίηση από μόνοι τους – Ποιήματα 1978-2002» στον κινηματογράφο «Μικρόκοσμος» και στη συνέχεια χάρισε από ένα αντίτυπο στους παρευρισκόμενους.
Ο Δημήτρης Φύσσας είναι περισσότερο γνωστός για τα πεζά του, κυρίως για το συγκλονιστικό μυθιστόρημα «Πλατεία Λένιν, πρώην Συντάγματος», το οποίο στηρίζεται στην υπόθεση ότι η Ελλάδα έγινε κομμουνιστική μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και, αντί για τις ΗΠΑ, κυριαρχεί στη ζωή μας η Σοβιετική Ένωση. Το αποτέλεσμα είναι ένα άκρως ενδιαφέρον βιβλίο, γραμμένο με αμεσότητα και βασισμένο σε πρόσωπα και πράγματα που είναι ή θα μπορούσαν να είναι πραγματικά. Ένα μυθιστόρημα εναλλακτικής ιστορίας στο οποίο σημαντική θέση κατέχουν τα (απαγορευμένα στην υποθετική κομμουνιστική Ελλάδα) ρεμπέτικα τραγούδια και αφιερωμένο, μεταξύ των άλλων, στον Κώστα Καραγιώργη, ηγέτη της αντίστασης στη Θεσσαλία κατά την κατοχή, ανώτατο στέλεχος του ΚΚΕ, διευθυντή του Ριζοσπάστη και κορυφαίο δημοσιογράφο. Την τραγική ιστορία του παρακολουθούμε μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Σκοτεινή και ρεαλιστική η ιστορία που μας αφηγείται ο Δ. Φύσσας αφήνει στον αναγνώστη μια πικρή γεύση που μένει για καιρό μετά το κλείσιμο του βιβλίου και απαλύνεται ίσως από το γεγονός ότι οι ήρωες - η φοιτήτρια Λαοκρατία Σερβίδου, ο ηχολήπτης Βαγγέλης Βάγγερ και ο Μελέτης Γερακιώτης, ανώτατο στέλεχος του ΚΚΕ -επιλέγουν να πολεμήσουν τους φόβους τους για να διατηρήσουν την ανθρωπιά και την αξιοπρέπειά τους.
Επανέρχομαι όμως στη συλλογή με τίτλο «Οι Αστικοί Χώροι είναι ποίηση από μόνοι τους», στην οποία ο Δημήτρης περιέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής παραγωγής μιας 35ετίας. Ο συγγραφέας γνωρίζοντας καλά ότι η ποίηση δεν «πουλάει» στη χώρα μας, έκανε το κέφι του και χάρισε αυτή την προσεγμένη έκδοση στους γνωστούς και τους φίλους. Αυτές τις μέρες διαβάζω ποιήματα του Δημήτρη που αναφέρονται στην ποίηση, στην πολιτική, στον έρωτα, στο ρεμπέτικο, στις γειτονιές της Αθήνας. Εδώ αντιγράφω το ποίημα με τίτλο "Η ΑΙΤΙΑ":
Γράφουμε ποίηση για την πολυσημία των νοημάτων
Ώστε να γίνεται ποιητής (κι) ο κάθε αναγνώστης
Ώστε έκαστος να ολοκληρώνει τη συγκίνησή του μόνος
Αφ’ εαυτού κι ανάλογα με τη στιγμή
Να νιώθει κατά βούληση το στίχο.
Το αποτέλεσμα οφείλει να διαλύεται
Αν και μια λέξη μόνο – Τι λέω; μια παρένθεση, ένα κόμμα –
Αλλάξει ή εξοβελιστεί ή κινηθεί πιο πέρα.
Γράφουμε ποίηση για τον υπαινιγμό των νοημάτων
Για τη στοχαστική διέλευση των φευγαλέων ωρών
Και για το διαρκές αβέβαιο των πραγμάτων.
Για περισσότερη ποίηση του Δημήτρη Φύσσα στην ιστοσελίδα του: www.dimitrisfyssas.gr
Πέμπτη 14 Αυγούστου 2008
η Αλίκη επέστρεψε στον καθρέφτη και χαίρει άκρας υγείας
Επειδή η ζωή είναι απρόβλεπτη και υπακούει στους κανόνες του χάους, μου εμφανίστηκε κατακαλόκαιρα ένα πρόβλημα υγείας που απαιτούσε χειρουργείο. Ο γιατρός μου χειρουργεί σε μια ακριβή ιδιωτική κλινική, αλλά επειδή το γιατρό μας τον θέλουμε για τα σοβαρά και όχι για τις απλές εξετάσεις αποφάσισα να δώσω το ποσό που μου ζητήθηκε (μέρος του το δανείστηκα) και πήρα τηλέφωνο στο Ταμείο μου για να ρωτήσω τι ποσό μου καλύπτει. Μου απάντησαν (και το επιβεβαίωσα μετά στη σχετική ιστοσελίδα του Ταμείου) ότι θα πάρω περίπου 120 ευρώ για κάθε μέρα παραμονής (ευτυχώς έμεινα μόνο μια μέρα μέσα), αλλά επειδή δεν πήγαινα σε δημόσιο ή σε συμβεβλημένο νοσοκομείο δεν μου έδιναν χρήματα ούτε για την επέμβαση ούτε για το γιατρό. Και ρωτάω το απλό: εντάξει, δε θέλουν να πληρώσουν το μη συμβεβλημένο νοσοκομείο, δεν έκαναν μαζί του σύμβαση γιατί ίσως τούς ήταν ασύμφορη (άσχετα βέβαια από τον πακτωλό χρημάτων που εισπράττουν αναγκαστικά από τους ασφαλισμένους. Αλήθεια τι έγινε η υπόθεση με τα εκατομμύρια που φαγώθηκαν από τα ασφαλιστικά ταμεία;). Δε θα μπορούσαν τουλάχιστον να με καλύψουν με το ποσό που θα με κάλυπταν αν πήγαινα σε συμβεβλημένο νοσοκομείο; Δε ζητάω ούτε ευρώ παραπάνω, αλλά τι να πω γι αυτό τον εμπαιγμό; Πλήρωνέ μας κάθε χρόνο για να μη σε καλύπτουμε όταν μας χρειαστείς.
Έτσι προτίμησα την «πολυτέλεια» του ιδιωτικού (λόγω του γιατρού, φυσικά) και όλα πήγαν καλά. Δεν ένιωσα ότι ήμουν σε νοσοκομείο, από τη στιγμή που μπήκα μέσα δε χρειάστηκε να ασχοληθώ με τίποτα, να ψάξω από το ένα γραφείο στο άλλο, να περιμένω σε ουρές. Δεν κάνω διαφήμιση της ιδιωτικής κλινικής. Απλά το αναφέρω γιατί πιστεύω ότι έτσι θα έπρεπε να είναι και τα δημόσια και να έχει ο καθένας πρόσβαση στο νοσοκομείο που θέλει, καθώς και το αυτονόητο δικαίωμα να επιλέγει το γιατρό που θα τον χειρουργήσει. Έχουμε συμβιβαστεί τόσο πολύ με τον παραλογισμό του κράτους και την εκμετάλλευση της ανάγκης που πράγματα αυτονόητα μάς φαίνονται πολυτέλειες. Υπήρξαν κάποιοι που μου είπαν ότι η ίδια επέμβαση γίνεται και σε δημόσιο νοσοκομείο. Δηλαδή τόσο φυσιολογικό πια θεωρείται να επιλέγει το κράτος ή το Ταμείο το γιατρό σου; Γιατί τότε εγώ δεν μπορώ να επιλέξω να μην πληρώνω το Ταμείο μου; Και γιατί κάποιοι μπορούν να επιλέξουν να «παίζουν» με τα λεφτά των ασφαλιστικών Ταμείων, δηλαδή με τα δικά μας λεφτά;
Εντάξει, δεν το παίζω χαζή, η απάντηση λέγεται ιδιωτική ασφάλιση. Εκεί είναι τα λεφτά, εκεί σπρώχνουν τον κόσμο (ακόμα περισσότερο μετά τις «φοβερές» μεταρρυθμίσεις που έκαναν στο ασφαλιστικό). Έχω λάβει κάποια τηλέφωνα από ευγενικούς ασφαλιστές γνωστών ασφαλιστικών που μου πρότειναν να κάνω επέκταση της ασφάλισης που μου παρέχει το Ταμείο μου για να έχω καλύτερη κάλυψη. Αρνιόμουνα κάθε φορά, το θεωρώ κοροϊδία να έχω πληρώσει τόσα χρόνια πολλές χιλιάδες ευρώ υποχρεωτικά στο Ταμείο Προνοίας (;;;) και να πρέπει να πληρώνω επιπλέον και σε ιδιωτικές εταιρείες. Σκέφτομαι όμως ότι ίσως έκανα λάθος, αφού τη μοναδική φορά που χρειάστηκα ένα σεβαστό ποσό για εγχείριση το Ταμείο μου δήλωσε ότι δε με καλύπτει.
Τρίτη 1 Ιουλίου 2008
ο καθρέφτης της θάλασσας
Ο αντικατοπτρισμός του ήλιου ή της σελήνης πάνω στα μαγεμένα νερά. Ο ψίθυρος της θάλασσας στα βότσαλα. Οι κόκκοι της χρυσοκίτρινης ζεστής άμμου και και το χάδι του ήλιου. Το μπεζ, το γαλάζιο και το πράσινο σε άπειρους συνδυασμούς. Σχήματα και χρώματα που μπερδεύονται και συνδέουν τα πάντα μεταξύ τους. Και γίνεσαι ένα με τον ψίθυρο του νερού και τις μπαμπακένιες τούφες του σύννεφου, το θρόισμα των φύλλων των δέντρων στην ακτή και τις φωτεινές γραμμές που σχηματίζει το φως του ήλιου στον πυθμένα της θάλασσας και τις ακτογραμμές που διακρίνεις στο βάθος.
Καλό καλοκαίρι.
Δευτέρα 16 Ιουνίου 2008
ο καθρέφτης της Αθήνας
Διάβασα στο «Παρόν της Κυριακής»15 Ιουνίου 2008, ότι δυο δημότες τούτης της άτυχης (λόγω κατοίκων και πολιτικών) πόλης έστειλαν επιστολές στο Δήμαρχο Αθηναίων ζητώντας την παρέμβασή του για τη βελτίωση των συνθηκών που επικρατούν στις γειτονιές της πρωτεύουσας: για το Μεταξουργείο η κ. Άννα Βαγενά, για την Κυψέλη ο κ. Αντώνης Κουγιαγκάς. Γράφει λοιπόν ο τελευταίος: «Η ΑΘΗΝΑ υπάρχει και εκτός κέντρου, κύριε δήμαρχε! Απολογισμό του έργου σας πρέπει να κάνετε στις γειτονιές μας και όχι στο Μέγαρο και... το έργο που πρέπει να γίνει στην αγαπημένη μας πόλη είναι πολύ μεγάλο και πάντως όχι "παράσταση". Πρέπει να συναντηθείτε με τους κατοίκους των γειτονιών μας, να μας ακούσετε, να ζήσετε μαζί μας στην καθημερινότητα. Σας προτείνω να αφιερώνετε τρία απογεύματα κάθε μήνα, περπατώντας (κυριολεκτικά) στις γειτονιές της περιοχής μας, αλλά και των άλλων διαμερισμάτων, όχι μόνο στους μεγάλους πολυσύχναστους δρόμους, αλλά και στα δρομάκια, στις γειτονιές χωρίς μεγάλο ηλεκτροφωτισμό, στα πεζοδρόμια που δεν είναι "βιτρίνες", στις πλατείες μας αργά το βράδυ. Οι πολίτες θέλουν τον Δήμο Αθηναίων δίπλα τους και τον δήμαρχο να μη θυμώνει με την αγανάκτησή τους, όπως στην Αλεπότρυπα. Δήμαρχε, "βρες το σωστό σημείο"».
Λυπάμαι για τον κυνισμό μου, αλλά οι δημότες αυτοί θα λάβουν βέβαια μια απάντηση γεμάτη κατανόηση και διαβεβαιώσεις (οι δημόσιες σχέσεις δουλεύουν καλά) αλλά πέραν τούτου δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι. Μόνο αν αφήσουν κατά μέρος οι Αθηναίοι τις πολιτικές τους συμπάθειες και αναδείξουν κάποιον που πραγματικά νοιάζεται για την πόλη τους θα δούμε πραγματικές αλλαγές στην Αθήνα. Δεν ξέρω τι πρέπει να γίνει ακόμα για να καταλάβουμε ότι ο Δήμος των Αθηναίων δεν είναι πασαρέλα για να ικανοποιούν το διογκωμένο ΕΓΩ τους κάποιοι πολιτικοί.
Από όσο γνωρίζω, ο τελευταίος δήμαρχος που γύριζε τις γειτονιές της Αθήνας καθημερινά και κατέγραφε τα προβλήματα ήταν ο Δημ. Μπέης.
Αυτή δεν είναι η δουλειά του Δημάρχου;
Τείνουμε να το ξεχάσουμε μπερδεύοντας την πόλη με την πολιτική και τις δημόσιες σχέσεις. Όπως είχε πει πέρυσι ο Κώστας Σκανδαλίδης από το δημοτικά έσοδα «ένα ποσοστό 90% πηγαίνει στην αναπαραγωγή απλά του μηχανισμού του δήμου». Δεν πρέπει λοιπόν να έχουμε την αφέλεια να περιμένουμε δράση και αλλαγές από άτομα που ενδιαφέρονται μόνο για την προς τα έξω εικόνα τους. Άνθρωποι τέτοιου είδους θα κάνουν μόνο βαρύγδουπες και ανούσιες δηλώσεις και απολογισμούς σε γκλαμουράτα σημεία. Και οι δημότες θα τους ψηφίζουν και για δεύτερη τετραετία, αν αυτό ζητήσει το κόμμα τους.
**************************************************************************
Ο κ. ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΟΥΓΙΑΓΚΑΣ είπε...
Δυστυχώς αγαπητή ALICE IN MIRRORLAND σε ενημερώνω οτι ποτε δεν πηρα απαντηση - εστω και δημοσιοσχεσίτικη!!!
Αλλωστε τα γεγονότα στην Μαινάνδρου, Γερανίου κτλ ,καθώς και στον Αγ.Παντελεήμονα μιλάνε μόνα τους...
φιλικά
Αντώνης Κουγιαγκάς
3 Οκτώβριος 2008 2:03 πμ
Παρασκευή 30 Μαΐου 2008
υπάρχει ο καθρέφτης; υπάρχουν τα είδωλά του;
Σήμερα θα ζητήσω λίγη βοήθεια από τον Philip K. Dick (1928-1982)σε μια προσπάθεια να ερμηνεύσω τι στο καλό συμβαίνει σε τούτο τον κόσμο. Κάποιες φράσεις του λοιπόν από διαφορετικά βιβλία του:
«Είναι πραγματικό το σύμπαν; Είμαστε όλοι άνθρωποι ή μήπως κάποιοι είναι απλώς μηχανές αντανακλαστικών;»
«Ο φαινομενικός κόσμος δεν υπάρχει• είναι η υπόσταση των πληροφοριών τις οποίες επεξεργάζεται ο Νους».
«Η Αυτοκρατορία είναι ο θεσμός, η κωδικοποίηση της διαταραχής• είναι παράφρονη και επιβάλλει την παραφροσύνη της σε μας δια της βίας, εφόσον η φύση της είναι βίαιη».
«Κατά την άποψή μου, το χαρακτηριστικό της ευγένειας μάς ξεχωρίζει από το κούτσουρο και το μέταλλο, κι αυτό ισχύει πάντα, ό,τι μορφή κι αν πάρουμε, οπουδήποτε και να βρεθούμε, ό,τι κι αν απογίνουμε».
«Νομίζω ότι εγώ ξέρω για ποιο λόγο βρισκόμαστε στη Γη: για να ανακαλύψουμε ότι μας παίρνουν ό,τι αγαπάμε περισσότερο, μάλλον εξαιτίας κάποιου λάθους στα ανώτερα κλιμάκια παρά προσχεδιασμένα».
«Η ελευθερία τους να μπορούν να κάνουν αυτό που τους λένε είχε διαφυλαχθεί».
Τρίτη 20 Μαΐου 2008
ο λαβύρινθος με τους παραμορφωτικούς καθρέφτες
Η Αλίκη περιπλανιόταν στον κόσμο του καθρέφτη, όταν χωρίς να το καταλάβει γλίστρησε και πέρασε σ’ ένα λαβύρινθο με παραμορφωτικούς καθρέφτες και πολλές δυσάρεστες εκπλήξεις. Κι εκεί, χωρίς καν να θυμάται πώς, βρέθηκε διορισμένη στο δημόσιο. Η θέση ήταν καλή. Ανάλογη με τα προσόντα της. Ταλαντεύτηκε λίγο στην αρχή, σκέφτηκε τα όνειρα για το μέλλον της, αλλά ανασήκωσε τους ώμους και είπε πως θα ήταν προσωρινή αυτή η κατάσταση και γρήγορα θα έβρισκε κάτι καλύτερο. Πέρασαν μήνες και χρόνια, η Αλίκη συνήθιζε, όλα ήταν κάπως ανέμελα και το εργασιακό περιβάλλον αρκετά καλό. Είχε ξεχαστεί μέσα στον λαβύρινθο με τους παραμορφωτικούς καθρέφτες, μάλιστα ξέχασε ολότελα και πού βρισκόταν η έξοδος. Έτσι άργησε να καταλάβει πως αυτός ο λαβύρινθος είχε την τάση να παγιώνεται και δεν ανεχόταν τις σκανδαλιές και τις τρέλες. Η Αλίκη σοβάρεψε. Παντρεύτηκε και απόκτησε παιδιά. Απόκτησε επίσης υποχρεώσεις και πιστωτικές κάρτες.
Προσπαθούσε όμως να εργάζεται ευσυνείδητα και να εξετάζει στην ουσία τις υποθέσεις που χειριζόταν. Βέβαια δεν άργησε να παρατηρήσει πως από κάποια στιγμή και μετά τα πράγματα άλλαξαν προς το χειρότερο, μα ήταν πάντα αισιόδοξη και περίμενε πως αυτή η άσχημη τροπή δε θα κρατούσε πολύ και σίγουρα κάπου θα σταματούσε. Πέρασε καιρός για να καταλάβει πως όταν συμμαχούν η ανθρώπινη βλακεία και η διαφθορά της εξουσίας γίνονται ανίκητες. Τώρα η ένωσή τους είχε περάσει την οριακή τιμή και η πορεία τους ήταν ξέφρενη προς το θρίαμβο. Η Αλίκη σαν πρώτη μορφή άμυνας έριξε τα στάνταρ της και αποφάσισε να μη βασανίζει ιδιαίτερα τα θέματα με τα οποία ασχολιόταν, αφού ούτως ή άλλως δεν εκτιμούσε πια κανείς τη δουλειά της. Ο καιρός κυλούσε, εξακολουθούσε να πιστεύει σε ένα καλύτερο εργασιακό μέλλον, πότε πότε θυμόταν τα όνειρά της και χανόταν σε σχέδια για την πραγματοποίησή τους.
Οι υποθέσεις που χειριζόταν είχαν αυξηθεί επικίνδυνα σε όγκο κι όμως στην πραγματικότητα ήταν εντελώς ανούσιες και ευτελείς, υποθέσεις που έπρεπε προ πολλού να έχουν κλείσει. Η πληθώρα τους εμπόδιζε αυτήν και τους συναδέλφους της να ασχολούνται όπως έπρεπε με τις λίγες πράγματι σημαντικές υποθέσεις. Άλλωστε αυτό ήταν μια καλή δικαιολογία για τους προϊσταμένους της να δίνουν μεγάλες δουλειές σε κάποιους προνομιούχους του λαβύρινθου που, μη όντας υπάλληλοι, πληρώνονταν με μεγάλες αμοιβές, διπλάσιες και τριπλάσιες από τους μισθούς ενός χρόνου της Αλίκης. Μα τι μπορούσε να κάνει αυτή πια; Είχε υποχρεώσεις, πιστωτικές κάρτες, αγόρασε και αυτοκίνητο με δάνειο, τα παιδιά της μεγάλωναν και είχαν αυξημένες απαιτήσεις. Η Αλίκη καυχιόταν πάντα πως τόσα χρόνια στον κόσμο του παραμορφωτικού καθρέφτη κατάφερε να μην ανήκει πουθενά, σε κανένα κόμμα ή ομάδα, περιφρονούσε εκείνους που δε δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσον για να αναρριχηθούν, χαιρόταν για τις αξίες με τις οποίες είχε μεγαλώσει.
Αν και είχε συνηθίσει στις εκπλήξεις που την περίμεναν σε κάθε γωνιά του λαβύρινθου, δεν περίμενε ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να χειροτερέψουν με τόσο γρήγορους ρυθμούς. Την κατάπιε η ηλιθιότητα του εργασιακού της περιβάλλοντος, τρόμαζε στην ιδέα πως μπορούσε κάποια στιγμή να αποβλακωθεί κι αυτή. Η κατάσταση είχε γίνει αφόρητη τόσο στη δική της υπηρεσία, όσο και σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες της χώρας του παραμορφωτικού καθρέφτη. Τα δεδομένα άλλαζαν μέρα με τη μέρα τρομακτικά. Προσπάθησε μαζί με κάποιους άλλους να αντισταθεί, αλλά κάθε κίνησή τους έπεφτε στο κενό ή ακόμα χειρότερα δυνάμωνε τους αντιπάλους. Φυσικά δεν επρόκειτο ποτέ να συνεργαστεί και να κάνει πράγματα αντίθετα στη συνείδησή της, αν και ήξερε πως αυτό θα διευκόλυνε τη ζωή της. Έβλεπε γύρω της τα πάντα να καταρρέουν. Ο εκφοβισμός στο χώρο της δουλειάς μεγάλωνε. Προσπάθησε να θυμηθεί πώς είχε μπει σ’ αυτό τον κόσμο. Πού ήταν η προσοχή της όταν συνέβη αυτό; Και πού βρισκόταν η έξοδος; Αχ, δε θυμόταν τίποτα πια.
Έβλεπε νέα παιδιά να χρησιμοποιούνται σα ρουφιάνοι του συστήματος πληρώνοντας το τίμημα μιας θέσης που τους υπόσχονταν πως θα γινόταν μόνιμη. Αναγκάζονταν να εξαργυρώσουν το γραμμάτιο του διορισμού τους με τη διευκόλυνση παράνομων δραστηριοτήτων εκείνων που ασκούσαν την εξουσία. Κάποτε φαίνονταν όλα τόσο εύκολα! Και η Αλίκη είχε υποχρεώσεις, πιστωτικές κάρτες, τα παιδιά σπούδαζαν, σκεφτόταν να πάρει καινούργιο αυτοκίνητο (είχε μόλις ξεχρεώσει το παλιό) και είχε φεσωθεί για τα καλά με ένα στεγαστικό δάνειο. Πού να φανταζόταν σε εκείνα τα ανέμελα χρόνια πως η ανθρώπινη βλακεία θα ξεχείλιζε και θα απειλούσε να πνίξει κάθε δημιουργία και κάθε όραμα;
Παρόλα αυτά η Αλίκη δεν το έχει βάλει κάτω. Πολλές φορές τα βράδια ονειρεύεται πως βρίσκει την έξοδο από τον κόσμο του παραμορφωτικού καθρέφτη. Όταν ξυπνάει κάνει σχέδια, σκέφτεται να φύγει μακριά από την τρέλα και τη διαφθορά (στο κάτω κάτω το είπαμε, δε θα συνεργαστεί ποτέ, μόνο τη ζωή της θα κάνει δύσκολη), γνωρίζει σκαμπανεβάσματα, μα ξέρει πως κάποια μέρα – σύντομα – θα πρέπει να αποφασίσει. Δεν μπορεί να κάνει για πολύ καιρό πως δε βλέπει τι συμβαίνει γύρω της. Θα αφήσει πίσω της την εφήμερη σιγουριά που τη δένει στο όχημα της καταπίεσης; Θα ρισκάρει να αναζητήσει μια καινούργια δουλειά στη χώρα του παραμορφωτικού καθρέφτη, όταν ξέρει πως μπορεί να πέσει σε ανάλογες συνθήκες; Ή θα ψάξει για την έξοδο; Κι αν δεν υπάρχει έξοδος;
Δευτέρα 5 Μαΐου 2008
κάλεσμα στο Μικρόκοσμο
Έλαβα το παρακάτω κάλεσμα από το φίλο Δημήτρη Φύσσα για μια διαφορετική παρουσίαση βιβλίου:
"ΚΑΛΕΣΜΑ
Φίλες και φίλοι
Οι αρχαίες και γνωστές εκδόσεις Γιαου.Κε. Publ. House®©™ και ο δόκιμος συγγραφέας Δημήτρης Φύσσας σάς προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου του
ΟΙ ΑΣΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟ ΜΟΝΟΙ ΤΟΥΣ
Ποιήματα 1972 - 2008
Τόπος: Κινηματογράφος «Μικρόκοσμος», Συγγρού 106, μετά την «Ολυμπιακή», στάση μετρό Συγγρού/Φιξ
Χρόνος: Κυριακή 1 του Ιούνη 2008, ώρα 12.00 μ.μ.
Το βιβλίο θα μοιραστεί δωρεάν, και θ΄ ακολουθήσει ελεύθερη συζήτηση, δίχως προκαθορισμένους ομιλητές. Τα (περισσότερα) ποιήματα υπάρχουν ήδη στην ιστοσελίδα www.dimitrisfyssas.gr.
Δημήτρης Φύσσας Γιαου.Κε. Publ. House®©™
Συγγραφέας, κειμενογράφος, φιλόλογος ν. ελληνικής Συμεώνος Συντυχάκου 666, Αθήναι
www.dimitrisfyssas.gr www.yauke.amde
ekthesi@yahoo.gr amde@yauke.amde
τηλ. 6944 533 233, 210-2233690
Υ.Γ. Το σινεμά κλιματίζεται και διαθέτει λαμπρό μπαρ"
Σάββατο 26 Απριλίου 2008
ευχές από τη χώρα του καθρέφτη
Καλό Πάσχα και Καλή Ανάσταση. Και ελπίζω τη φορά αυτή να αναστηθεί «κάτι» σ’ αυτή τη χώρα. Η οικολογική συνείδηση, η κριτική σκέψη, η φαντασία, η δημιουργικότητα, η ευαισθησία, ο σεβασμός στα δικαιώματα των άλλων, κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Γιατί τα τελευταία χρόνια το μόνο που ανασταίνεται είναι η ηλιθιότητα, το βόλεμα και η αδιαφορία.
Φαντάσου όμως να αναστηθούν και τα αρνάκια και να μας πάρουν στο κυνήγι...
ο καθρέφτης του ιερού φωτός
Αντιγράφω από το βιβλίο του Γεωργ. Σιέττου «Τα Καβείρια Μυστήρια» (Εκδόσεις Πύρινος Κόσμος):
«Ο μυούμενος στα Καβείρια Μυστήρια έφερε το συμβολικό βαθμό του Καδμίλου, ο οποίος φονευόταν συμβολικά από τον αδελφό του και ανασταινόταν από τον Ερμή.
Τα μυστήρια άρχιζαν συνήθως με μια τελετή εξαγνισμού. Η τελετή γινόταν τη νύχτα. Ακολουθούσε φαγοπότι. Βρέθηκαν αγγεία και πήλινα δοχεία φαγητού με χαραγμένο το γράμμα Θ (Θεός) ή και του Ε, που είχε την ίδια σημασία.
Κατά τη μύηση ο μυούμενος έβλεπε, σε ειδική τελετή, τα θεϊκά σύμβολα και του εξηγούσαν τη σημασία τους. Μετά τη μύηση του έδιναν φυλαχτό από κίνδυνο στη θάλασσα ή για την υγεία του μια ζώνη κόκκινη ή ένα δαχτυλίδι να φορέσει.
Κατά την έναρξη της τελετής της Σαμοθράκης έσβηναν όλα τα φώτα σ’ όλο το νησί – το ίδιο γινόταν άλλωστε και στη Λήμνο – κι έστελναν ιερό πλοίο για να φέρει καινούργιο φως από την ιερή εστία του νησιού της Δήλου.
Αν το πλοίο επανερχόταν προτού περάσουν εννιά μέρες, υποχρεωνόταν να πλέει κοντά στο νησί, ώσπου να περάσουν οι εννιά μέρες. Ύστερα, με αναμμένα κεριά – η λαμπάδα ήταν σύμβολο των Καβείρων – μετέδιναν το φως ο ένας στον άλλο».
Κυριακή 20 Απριλίου 2008
ο καθρέφτης των αναμνήσεων
Χθες βρέθηκα να περπατώ στην παλιά μου γειτονιά και ένιωσα τις αναμνήσεις να με χτυπούν κατά κύματα. Το σπίτι που έζησα τα παιδικά μου χρόνια στέκεται ακόμα εκεί, μελαγχολικό τριώροφο ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Η διπλανή μονοκατοικία με τον κήπο έγινε χώρος πάρκινγκ. Πιο πέρα η παλιά εγκαταλειμένη από τα παιδικά μου χρόνια μονοκατοικία δεν υπάρχει πια. Ένα κενό στη θέση της. Απέναντι η μονοκατοικία έγινε κι αυτή πολυκατοικία. Άραγε μένουν εκεί τώρα η Κατερίνα και ο Παναγιώτης, σύντροφοι στα παιδικά παιχνίδια; Το εγκαταλειμένο γωνιακό σπίτι που παρέμενε χρόνια κλειστό, μήλο της έριδος των κληρονόμων του, χτίστηκε τελικά. Πήραν και το γειτονικό οικόπεδο και ύψωσαν μια μεγάλη καινούργια πολυκατοικία. Εκεί στη γωνία που σταμάτησε πριν πολλά χρόνια η ζωή ενός αγαπημένου. Στέκομαι και οι εικόνες στριφογυρίζουν μπροστά μου. Είναι απόγευμα μα εγώ έχω νύχτα γύρω μου, το φως της λάμπας του δρόμου φωτίζει τη σκηνή. Οι τελευταίες στιγμές εκείνου κι εγώ... οι άλλοι... κανείς να μην μπορεί να βοηθήσει. Κι ύστερα προσπέρασα και συνέχισα την πορεία. Το παλιό σινεμά έβαλε εδώ και πολλά χρόνια λουκέτο. Συνεχώς βλέπω νέες πολυκατοικίες, δεν αφήνουν κανένα κενό να πάει χαμένο. Η φύση απεχθάνεται το κενό. Πού να δεις οι κατασκευαστές.... Ευτυχώς δεν έχτισαν ακόμα τη Φυτευτή (το παρκάκι της περιοχής).
Κάποια μαγαζιά υπάρχουν ακόμα, άλλα άλλαξαν ιδιοκτήτη και είδος. Οι κινηματογράφοι έχουν κλείσει εδώ και χρόνια. Ο φούρνος σταθερός στη θέση του, οι ανάγκες για ψωμί δεν τελειώνουν ποτέ.
Λίγο πριν βγω στην Πατησίων σκέφτομαι πως υπάρχει μια μονοκατοικία ακόμα στη θέση της. Πάντα μου άρεσε να τη βλέπω να στέκεται εκεί ανάμεσα στο μπετόν με το μεγάλο κήπο και τα ψηλά της δέντρα. Κι όμως... Όταν φτάνω βλέπω στη θέση της τα δοκάρια της οικοδομής που χτίζεται και σηκώνεται και κρύβει το κομμάτι του ουρανού που μέχρι πριν λίγο καιρό μπορούσες να αντικρίσεις όταν στεκόσουν απέναντί της.
Πώς θάναι το αύριο σ’ αυτή την πόλη;
Σάββατο 12 Απριλίου 2008
... επιστροφή μέσα απ' τον καθρέφτη
Αφήγημα
Η Κασσάνδρα ξύπνησε από τις ηλιαχτίδες που, μπαίνοντας μέσα από τις μισόκλειστες γρίλιες, τρεμόπαιζαν πάνω στα μάτια της. Είχε δει πάλι το ίδιο όνειρο. Ήταν ευχάριστο, αλλά και παράξενο, αφού τον τελευταίο μήνα έβλεπε σχεδόν κάθε νύχτα ότι ανέβαινε με γρήγορο βήμα μια απότομη πλαγιά, ενώ γύρω της η φύση παλλόταν από ζωή, οι κερασιές ήταν κατάφορτες και οι αγριοτριανταφυλλιές γεμάτες λουλούδια την προσκαλούσαν να τις αγγίξει. Τα κρινάκια αναδεύονταν, καθώς ο αέρας περνούσε απαλά ανάμεσά τους και ανάδιναν μια μεθυστική μυρωδιά. Μα εκείνη προχωρούσε χωρίς σταματημό, χωρίς ανάσα. Στα χέρια της κρατούσε ένα μικρό λευκό καλάθι που δεν ήξερε τι περιείχε, ή δεν μπορούσε να θυμηθεί.
Κάποια στιγμή έφτανε στην κορυφή. Από κει μπορούσε να ατενίσει το αλσύλιο με τα πεύκα και τις βελανιδιές και το στενό μονοπάτι που οδηγούσε στριφογυρίζοντας στην απέραντη παραλία. Πάντα η ίδια ώρα, λίγο μετά τη δύση του ήλιου, όταν οι σκιές μακραίνουν και το σκοτάδι δεν έχει ακόμα απλώσει την κυριαρχική του αγκαλιά. Κι αυτή να στέκεται εκεί ψηλά και να παρατηρεί τα κύματα να φουσκώνουν και τα χρώματα που πριν λίγη ώρα έβαφαν τον ορίζοντα, άπειρες πινελιές με έντονες αντιθέσεις, να παραχωρούν τη θέση τους σε διαβαθμίσεις του γκρίζου. Κάθε φορά το ίδιο τοπίο και πάντα το ίδιο ερώτημα: Τι κάνει εκεί;
Και μετά ξυπνούσε. Είχε αρχίσει να αναρωτιέται αν κάτι βαθύ τη συνέδεε με τον άγνωστο τόπο της άρεσε να γυρνά κάθε φορά στο ύψωμα και να κοιτά τη μυστική παραλία της. Μάλιστα το τοπίο είχε γίνει τόσο οικείο, ώστε τις τελευταίες φορές που το αντίκρισε ένιωσε μια σιγουριά στα βήματα που έκανε στον ονειρότοπο, ήξερε πού βάδιζε και πού θα έφτανε.
Την επομένη τ’ όνειρο επανήλθε. Ήταν πάλι το γνώριμο περιβάλλον, αλλά υπήρχε μια σημαντική διαφορά. Η Κασσάνδρα άρχισε να κινείται με τη γνώση ότι έβλεπε όνειρο. Και θέλησε να ελέγξει τις κινήσεις της μέσα του. Προχώρησε με σιγουριά και άρχισε να κατεβαίνει την πλαγιά περνώντας μέσα από το δάσος. Παρατηρούσε με μια αίσθηση μεγάλης οικειότητας τα δέντρα, τα χάιδευε καθώς τα προσπερνούσε, αγκάλιασε μια ογκώδη βελανιδιά και χόρεψε ανάμεσα στους πεσμένους καρπούς της. Ένιωθε το υγρό χώμα και τα δάχτυλά της χώνονταν στα ξερά φύλλα. Πρόσεξε πως ήταν ξυπόλητη. Είδε δίπλα της ένα μεγάλο αμανίτη και έσκυψε να τον κόψει. Θυμήθηκε το μαχαίρι που είχε περασμένο στη ζώνη της και το χρησιμοποίησε γι αυτό το σκοπό. Θα τον έψηνε στη φωτιά το ξημέρωμα, αφού θα είχε τελειώσει το.... Δε θυμόταν τι πήγαινε να κάνει. Ανασήκωσε τους ώμους. Ένα ζαρκάδι στεκόταν ανάμεσα σε δυο πεύκα και την κοιτούσε κι αυτή ψιθύρισε κάτι που δεν ήξερε τι σήμαινε. Μια λάμψη πέρασε μπροστά της και ... ξύπνησε.
Κοίταξε το σκοτεινό δωμάτιο, τη σκούρα αντανάκλασή της στον καθρέφτη απέναντί της και έκλεισε σφιχτά τα μάτια. Ήθελε να συνεχίσει το όνειρο, δεν έπρεπε να το χάσει, πρώτη φορά ήταν τόσο ζωντανό. Συνέχισε να περπατά μέχρι το τέλος του δάσους και κατέληξε στην παραλία. Προχώρησε μέχρι που το νερό άγγιξε τα πόδια της και κάθισε πάνω στη χοντρή άμμο. Η ψύχρα της νύχτας την τύλιγε. Η φύση ήταν απλωμένη γύρω της και ήθελε να γίνει ένα μαζί της. Κυλίστηκε χάμω και τα μάτια της πήγαν στο καλάθι που είχε αφήσει δίπλα της. Είχε έρθει η ώρα να μάθει τι υπήρχε εκεί μέσα. Τράβηξε το κάλυμμα και απόμεινε να κοιτάζει το περιεχόμενο με ανοιχτό το στόμα. Και θυμήθηκε.
Άκουγε τα βήματά της πάνω στα βότσαλα. Είχε πια σκοτεινιάσει. Το φεγγάρι ήταν ψηλά στον ουρανό. Έφτασε στην υγρή και σκοτεινή σπηλιά. Ταλαντεύτηκε για λίγο, αναρωτήθηκε αν είχε έρθει η ώρα να ξυπνήσει, μα ήθελε να τελειώσει αυτό για το οποίο είχε φτάσει μέχρι εδώ.
Μπήκε στη σπηλιά. Τα τοιχώματα γύρω της ήταν υγρά και τα πόδια της βυθίζονταν στην παχιά άμμο. Κάθισε σε μια πέτρα και άνοιξε το καλάθι. Έβγαλε από μέσα μια βέργα από αφροξυλιά και χάραξε στην άμμο ένα μεγάλο κύκλο. Μέσα του τοποθέτησε τα τρία λευκά κεριά ώστε να σχηματίζουν ένα ισόπλευρο τρίγωνο και τα άναψε. Κάθισε στο μέσον του κύκλου τοποθετώντας μπροστά της ένα κομμάτι χαλαζία. Έβγαλε ένα μικρό μπρούτζινο καθρέφτη που είχε στον πάτο του καλαθιού. Μέσα του αντίκρισε τα πράσινα φωτεινά μάτια της και τα κατάξανθα μαλλιά της.
Ήταν η Ιάνθη, η Θεσσαλή μάγισσα που είχε φτιάξει τόσα φίλτρα για γυναίκες και άντρες και είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει το σπίτι της όταν οι ιερείς της νέας θρησκείας καταδίωξαν τις όμοιές της. Έζησε για λίγο απομονωμένη σε μια καλύβα έξω από την πόλη, μα έπρεπε να κάνει μια τελευταία πράξη.
Είχε σκεφτεί πολύ πάνω σ’ αυτό. Ήξερε πως ήταν ζήτημα ημερών να τη συλλάβουν και να τη δικάσουν, αφού δεν απαρνιόταν τις γνώσεις που της είχε εμπιστευτεί η Εκάτη. Όμως κανείς δε θα τη σκότωνε με τους δικούς του όρους. Μπορούσε ακόμα να επιλέξει.
Σηκώθηκε και σκόρπισε γύρω από τον κύκλο την προσφορά της: μέλι και γάλα και αίμα από τη μαύρη προβατίνα που είχε θυσιάσει νωρίτερα. Ύστερα κάθισε πάλι στο μέσον του κύκλου και προσευχήθηκε: «Μεγάλη Θεά, Κυρίαρχε του Θανάτου, Σκοτεινή Βασίλισσα, Εσύ που μου χάρισες τις δυνάμεις και τη μαγεία σου, Παντοδύναμη Εκάτη, στάσου κοντά μου σε τούτο το τελευταίο έργο και χάρισέ μου την αθανασία στα μέγαρά σου».
Ένιωσε ένα κύμα φόβου να φουντώνει μέσα της, η πίστη της κλονίστηκε, είδε τη θεά να αποσύρεται μακριά από τη χώρα στην οποία κάποτε κυριαρχούσε. Κι αν στην άλλη μεριά την περίμενε μια παγωμένη έρημος, χωρίς την παρουσία της φιλεύσπλαχνης Εκάτης; Δεν μπορούσε να κάνει πια πίσω. Έβγαλε το βάζο που περιείχε το μίγμα που είχε φτιάξει. Είχε τρίψει ρίζα μανδραγόρα, ελλέβορο, λευκό αμανίτη και χαμομήλι μαζί με καρυδέλαιο, παπαρούνα, βασιλικό και λίγη σκόνη χαλαζία.
Η σελήνη βρισκόταν τώρα στο πιο ψηλό σημείο του ουρανού. Έφερε αργά στο στόμα της το ποτό και το ήπιε μονορούφι. Είχε μια στυφή γεύση. Ήταν η τελευταία φορά που ασκούσε τη μαγική τέχνη της. Τώρα της απόμενε να περιμένει. Ήταν ήρεμη και μια βαθιά μελαγχολία μούδιαζε τα μέλη της. Η Εκάτη θα της χάριζε την αθανασία, ίσως όμως της έδινε απλώς τη λήθη κι ένα αργό και επώδυνο θάνατο. Πέρασαν λίγα λεπτά χωρίς να συμβεί τίποτα. Ύστερα έγειρε το σώμα της στο πλάι. Κρύος ιδρώτας την έλουσε και μια φωτιά έκαιγε τα σωθικά της και της έκοβε την ανάσα. Ξάπλωσε και τα μάτια της έκλεισαν. Το σώμα της πονούσε. Σταμάτησε να σκέφτεται.
Οράματα σάρωσαν το νου της. Είδε τον ήλιο να βουτάει πίσω από γαλάζια βουνά. Τα χρώματα σκούρυναν και η χλωμή και μεγαλόπρεπη σελήνη ανέτειλε. Κι αυτή μεταμορφώθηκε σε ελάφι και μετά έγινε αρκούδα κι ύστερα φίδι και τα πύρινα μάτια του γνώρισαν τη λάμψη της θεάς.
Ένιωθε να αποσυνδέεται από την ταυτότητά της και να διαχέεται στο άπειρο. Ήταν μεγάλη όσο ολόκληρος ο κόσμος. Έπλεε σε μια θάλασσα αισθημάτων, είχε μετατραπεί σε ένα χρυσό ποτάμι που διέσχιζε στριφογυριστό μια πεδιάδα γεμάτη κόκκινα και μπλε λουλούδια που έλαμπαν κάτω από ένα καινούργιο λαμπρό ήλιο. Δε χόρταινε να βλέπει τους άπειρους ιριδισμούς και στριφογύριζε χαρούμενη, καθώς η κελαρυστή ορμή του νερού την οδηγούσε στον ωκεανό.
Ο ουρανός είχε πάρει το χρώμα του μελιού. Τα δέντρα ήταν γαλάζια με χρυσούς κορμούς, ενώ απ’ τα κλαδιά τους κρέμονταν φρούτα που δεν είχε ξαναδεί. Μπροστά της, μέσα στη θάλασσα, ορθωνόταν ένα παλάτι από μαύρο κρύσταλλο. Απόμεινε να θαυμάζει τον όγκο που υψωνόταν και έμοιαζε να ακουμπά στα σύννεφα. Η θεά την περίμενε.
Η Κασσάνδρα θυμήθηκε πως ονειρευόταν και βυθίστηκε ακόμα περισσότερο στην ομορφιά του ονείρου της. Στα μέλη της είχε απλωθεί μια γλυκιά αίσθηση παραίτησης κι απολάμβανε την παραμυθένια ατμόσφαιρα.
Ήταν τόσο όμορφη η Ιάνθη καθώς άνοιγε την κρυστάλλινη πύλη και έμπαινε στο μαύρο παλάτι. Οι τοίχοι ήταν σκεπασμένοι με βαρύτιμα χαλιά σ’ όλες τις αποχρώσεις του μπλε και σάλευαν από κάποια αόρατη πηγή αέρα, όμοια με τα κύματα του ωκεανού. Το πάτωμα ήταν κοραλένιο και ένας απαλός φωτισμός έπεφτε ομοιόμορφα παντού. Τη διακόσμηση του δωματίου αποτελούσαν ένας τεράστιος σκαλιστός καθρέφτης, ασημένια κηροπήγια με μαύρα κεριά και περίτεχνες ανθοστήλες με κρίνους, ενώ στη μέση δέσποζε ένα μεγάλο κρεβάτι με ουρανό και μαύρες μεταξωτές κουρτίνες.
Η Ιάνθη πλησίασε τον καθρέφτη του ονείρου και η Κασσάνδρα ένιωσε ξαφνικά τον κίνδυνο. Τώρα ήθελε να ξυπνήσει. Μα η νάρκη είχε πέσει βαριά πάνω της και δεν την άφηνε να σαλέψει. Ένιωθε τον εαυτό της ξαπλωμένο στο κρεβάτι της, την υφή των σεντονιών και της κουβέρτας, κι όμως το μόνο που κατάφερε ήταν να πέσει σε νέα έκσταση και να εξακολουθήσει να δέχεται τις εικόνες του ονείρου.
Η Κασσάνδρα στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη και αντίκρισε την Ιάνθη να καθρεφτίζεται και να της χαμογελά. Ένιωσε να πέφτει από ψηλά και η φωνή της πνίγηκε πριν βγει απ’ το στόμα της.
Η Ιάνθη σιωπηλή και επιβλητική στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και χαμογέλασε στον εαυτό της. Στράφηκε μια τελευταία φορά πίσω της και είδε την Κασσάνδρα να κοιμάται στο κρεβάτι με τον ουρανό και τις μαύρες μεταξωτές κουρτίνες. Ύστερα πέρασε μέσα από τη στιλπνή επιφάνεια και βρέθηκε στο δωμάτιο της Κασσάνδρας. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της άλλης πλευράς. Πίσω απ’ τη θάλασσα των ονείρων της είχε ανακαλύψει μια καινούργια πατρίδα.
Δευτέρα 7 Απριλίου 2008
η Ελευσίνα μπρος και πίσω από τον καθρέφτη
Ιστορικά είναι βεβαιωμένο ότι η γιορτή των Ελευσινίων εισήχθη από το Θράκα Εύμολπο και ετελείτο κατά τους πανάρχαιους χρόνους. Η οικογένεια των Ευμολπιδών διατήρησε τη διεύθυνση των τελετών για πάνω από χίλια χρόνια. Ανώτατος ιερέας στη γιορτή ήταν ο Ιεροφάντης ο οποίος έδειχνε τα μυστήρια στους μύστες και καταγόταν πάντα από τους Ευμολπίδες. Οι Έλληνες τοποθετούσαν στη Θράκη την καταγωγή της θρησκείας τους, των μυστηρίων τους και της μουσικής. Μάλιστα για το γεγονός ότι ο Ορφέας εθεωρείτο στην αρχαιότητα ο πρώτος επίσημος εισηγητής των μυστηρίων εν γένει στην Ελλάδα έχουμε και τη μαρτυρία του λεξικού Σουίδα: «Θρησκεύει= θεοσεβεί, υπηρετεί τοις θεοίς. Λέγεται γαρ ως Ορφεύς Θραξ πρώτος ετεχνολόγησε τα Ελλήνων μυστήρια. Και το τιμάν θεόν θρησκεύειν εκάλεσαν ως Θρακίας ούσης της ευρέσεως».
Τα Μεγάλα Μυστήρια γιορτάζονταν κάθε φθινόπωρο. Ξεκινούσαν στις 14 του μήνα Βοηδρομιώνα (που είναι ο Σεπτέμβριος) και κρατούσαν εννέα μέρες. Ήταν η μεγαλύτερη και μεγαλοπρεπέστερη από όλες τις γιορτές των Ελλήνων και ετελείτο διαδοχικά στην Αθήνα και την Ελευσίνα. Κατά την εποχή των μυήσεων στέλνονταν ιερές θεωρίες από όλες τις ελληνικές πόλεις για να λάβουν επισήμως μέρος στην τελετή. Αργότερα έστελνε θεωρίες και η Ρώμη.
Τα Μυστήρια κρατούσαν εννέα μέρες. Τις πέντε πρώτες γίνονταν εκδηλώσεις στην Αθήνα. Η πομπή ξεκινούσε την έκτη μέρα. Σ’ αυτήν έπαιρναν μέρος χιλιάδες λαού και η διαδρομή ήταν περίπου αυτή που ακολουθούμε και σήμερα για να πάμε στην Ελευσίνα. Όλοι φορούσαν στο κεφάλι στεφάνι από μυρτιά και κρατούσαν ραβδί από πλεγμένα κλαδιά – το βάκχο – που ήταν σύμβολο των μυστών. Στον Κηφισό τους υποδέχονταν οι Ελευσίνιοι με σκώμματα στα οποία απαντούσαν οι Αθηναίοι. Αυτά τα σκώμματα λέγονταν «γεφυρισμοί».
Στα ιερά που βρίσκονταν κατά μήκος της Ιεράς οδού η πομπή σταματούσε και οι μύστες έψελναν ύμνους όπως γίνεται και σήμερα στις λιτανείες. Πρώτη στάση στο Δαφνί, όπου βρισκόταν το ιερό του Δαφνείου Απόλλωνα, δεύτερη στο ιερό της Αφροδίτης, λίγο πιο πέρα και τρίτη στους Ρειτούς, τη σημερινή λίμνη Κουμουνδούρου που ήταν αφιερωμένη στη Δήμητρα και την Περσεφόνη. Εκεί αντιπρόσωποι του παλιού Ελευσινίου γένους των Κροκωνιδών έδεναν ταινίες στο πόδι και στο βραχίονα κάθε μύστη, σημείο εξαγνισμού και προστασίας από τα κακά πνεύματα. Αυτό επιβίωσε μέχρι σήμερα στο «Μάρτη» που δένουμε στον καρπό για να μη μας κάψει ο ήλιος.
Όταν η πομπή έφτανε στην Ελευσίνα τα ιερά παραδίδονταν στο Τελεστήριο και οι μύστες καθαρίζονταν με νερό από το Καλλίχορο φρέαρ και πήγαιναν να διανυκτερεύσουν στο Τελεστήριο όπου θα γινόταν η μύηση.
Αυτό το Τελεστήριο του οποίου σώζονται τα ερείπια έγινε στα χρόνια του Περικλή από τους αρχιτέκτονες Ικτίνο, Κοροίβο, Θεαγένη και Ξενοκλέα. Οι ανασκαφές όμως έφεραν στο φως και λείψανα παλιότερων τελεστηρίων που υπήρχαν στη θέση αυτή και των οποίων η κατασκευή ανάγεται στην εποχή του Πεισιστράτου, στην εποχή του Σόλωνα, ενώ άλλο ανήκει στον 9ο π.Χ αιώνα και άλλο στη μυκηναϊκή εποχή.
Τις δυο τελευταίες νύχτες της γιορτής, την 21η και την 22η του Βοηδρομιώνα, γινόταν μέσα στο Τελεστήριο το σπουδαιότερο μέρος της γιορτής, οι μυστικές τελετές για τις οποίες δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα λόγω του όρκου σιωπής που έδιναν οι μύστες. Γενικά ξέρουμε ότι γίνονταν κάποιες πράξεις, τα δρώμενα, λέγονταν μυστικές φράσεις, τα λεγόμενα, και έδειχναν τα ιερά, τα δεικνύμενα.
Τη δέκατη μέρα οι μύστες έπιναν τον κυκεώνα σε ανάμνηση του γεγονότος της εννιαήμερης περιπλάνησης της Δήμητρας. Επρόκειτο για ένα παχύρρευστο ποτό κυρίως από νερό και αλεύρι, στο οποίο πρόσθεταν ένα είδος άγριας μέντας.
Στα Ελευσίνια είχαν μυηθεί μεταξύ άλλων ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος, ο Ξενοφών, ο Αριστοφάνης, ο Πυθαγόρας, ο Μάρκος Αυρήλιος, ο Αδριανός, ο Ιουλιανός ο Παραβάτης.
Σήμερα η Ελευσίνα αργοπεθαίνει στο βωμό της ανάπτυξης, το φλισκούνι και η άγρια μέντα μαράθηκαν και η Περσεφόνη κοιμάται στην αγκαλιά της γης δεμένη με ισχυρά ξόρκια σ’ έναν ατέλειωτο ύπνο που μοιάζει με θάνατο. Δε ζει πια εναλλάξ στον Άδη και τη Γη. Δεν ανεβαίνει για να συναντήσει τη Δήμητρα. Η άνοιξη έχει χάσει κάτι απ’ την παλιά της αίγλη και φωτεινότητα. Ο καθρέφτης θάμπωσε, οι μορφές που ξεπηδούν από την υψικάμινο εκτελούν το δαιμονικό χορό τους ανάμεσα στα σιδερικά και τα ελάσματα των ναυπηγείων.
Στην περιοχή υπάρχουν – σύμφωνα με άρθρο (με ημερομηνία 3-9-2003) του Ιωάννη Μ. Βαρβιτσιώτη, Ευρωβουλευτή, Προέδρου του Ινστιτούτου Δημοκρατίας «Κωνσταντίνος Καραμανλής» - 2 διυλιστήρια, 2 χαλυβουργεία με υψικαμίνους, 2 εργοστάσια τσιμέντου, 2 ναυπηγεία και 1 βιομηχανία πυρομαχικών. Στο ίδιο άρθρο ο κ. Βαρβιτσιώτης αναφέρει: «Παράλληλα, ολοένα και περισσότερες εταιρείες αποθήκευσης και μεταφορών μετακομίζουν στην περιοχή αυξάνοντας ραγδαία τόσο την ίδια την κυκλοφορία των οχημάτων όσο και το ποσοστό της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται απο τους ρύπους των τροχοφόρων. Σημειωτέον, πως περισσότερες απο τις μισές βιομηχανικές μονάδες που λειτουργούν εκεί είναι εκτός των ορίων της βιομηχανικής περιοχής, όπως αυτήν την ορίζει η νομοθεσία». Και το άρθρο καταλήγει: «Με πράξεις της η πολιτεία ενεργεί σε βάρος του αρχαιολογικού χώρου της Ελευσίνας. Συγκεκριμένα, σε ένα τελείως άσχετο νομοσχέδιο για την τουριστική εκπαίδευση (ν. 3105 ΦΕΚ, τεύχος Α, αρ. φύλλου 29, 10 Φεβρουαρίου 2003) περιελήφθη διάταξη (άρθρο 41, παρ. 6) με την οποία επιτρέπεται η ανέγερση οχλουσών και μη βιομηχανικών εγκαταστάσεων σε επαφή με τον αρχαιολογικό χώρο!!!»
Σάββατο 5 Απριλίου 2008
η Ελευσίνα μέσα από το νοσηρό καθρέφτη της ΔΕΗ
Διαβάζουμε στην ηλεκτρονική εφημερίδα Magoula on line ότι η διοίκηση της ΔΕΗ αγνόησε με τρόπο προκλητικό το ηχηρό μήνυμα που απέστειλε ο λαός του Θριασίου στην συγκέντρωση διαμαρτυρίας και προχώρησε τελικά στην έγκριση του μνημονίου συνεργασίας με την Χαλυβουργική για την κατασκευή μονάδας παραγωγής ρεύματος, ισχύος 880MW, στην Ελευσίνα. Το ΔΣ της ΔΕΗ συνεδρίασε στις 3 Απριλίου σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας όπου απαγορεύθηκε η είσοδος στον Νομάρχη Δυτικής Αττικής κ. Αρκουδάρη, στον Δήμαρχο Ελευσίνας κ.Αμπατζόγλου και στην Βουλευτή του ΠΑΣΟΚ κα Χριστοφιλοπούλου οι οποίοι προσπάθησαν να παρέμβουν στην αίθουσα της συνεδρίασης να παραδώσουν υπόμνημα και να αποτρέψουν με επιχειρήματα την έγκριση του μνημονίου.
Ο Νομάρχης Δυτικής Αττικής κ. Αριστείδης Αρκουδάρης κατήγγειλε το γεγονός ότι την ώρα που η περιοχή βρίσκεται στο πόδι κατά των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής μια Δημόσια Επιχείρηση όχι μόνο επιχειρεί εν κρυπτώ να επικυρώσει το μνημόνιο αλλά αρνείται και να ακούσει τους πολίτες της Δυτικής Αττικής.«Δεν πρόκειται να περάσει. Θα το εμποδίσουμε με κάθε τρόπο», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Αρκουδάρης, ο οποίος προανήγγειλε δικαστικό αγώνα κατά των συγκεκριμένων σχεδίων που «καταστρέφουν σήμερα τη Δυτική Αττική, αύριο το λεκανοπέδιο».
Μάλιστα, όπως καταγγέλλει ο κ. Αρκουδάρης (εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ της 6-2-2008 - ρεπορτάζ Νικολέττα Μουτούση) το ρεύμα που θα παράγεται θα προορίζεται για πώληση στην Ιταλία! Και η ρύπανση που θα προκαλείται ισοδυναμεί με αυτή που προκαλούν 1,8 εκατομμύρια αυτοκίνητα την ημέρα! Φαίνεται ότι η επιλογή του κ. Αθανασόπουλου ως Προέδρου της ΔΕΗ έγινε στα πλαίσια της ανασυγκρότησης του κράτους, ώστε να θυσιαστούν τα πάντα στο βωμό του κέρδους - άνθρωποι και αρχαιότητες. Συνεργοί του αυτοί που τον διόρισαν, το υπουργείο ΠΕΧΩΔΕ που ενέκρινε τους περιβαλλοντικούς όρους για την επένδυση και βέβαια οι «ευεργέτες» της ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗΣ. Κι όλοι μαζί έχουν σκοπό να θάψουν βαθιά στη γη κάθε ανάμνηση μιας από τις ιερές πόλεις της αρχαιότητας.
Βέβαια είναι αναμενόμενο ότι τέτοιοι άνθρωποι αγνοούν εντελώς το παρελθόν και την ιστορία της Ελευσίνας, ενώ αδιαφορούν εντελώς για το παρόν και το μέλλον της. Ελπίζω ότι αυτή τη φορά ο αγώνας των κατοίκων της Δυτικής Αττικής θα δώσει ένα ηχηρό χαστούκι στους ανεκδιήγητους που πιστεύουν ότι μπορούν να παίζουν με τη ζωή των άλλων σαν να είναι αυτοκινητάκια της TOYOTA.
Τετάρτη 2 Απριλίου 2008
ο καθρέφτης της λίμνης
Οι νεράιδες έχουν βγει έξω από το κάδρο. Δε θέλουν να αποτυπώνονται πάνω σε φωτογραφίες. Δεν καταλαβαίνουν τη σημασία της συλλογής των εικόνων τους. Δεν αγαπούν τις αναμνήσεις.
Ζουν έξω από το χρόνο, μπορούν να ξεχαστούν θαυμάζοντας το είδωλό τους στα νερά της λίμνης ή να κινούνται αέναα σαν τον καταρράκτη. Πάντα μακριά από περίεργα βλέμματα. Ανάμεσα στους καθρέφτες. Εκεί που γεννιέται μια άλλη μορφή πραγματικότητας.
Κυριακή 30 Μαρτίου 2008
στην άλλη πλευρά του καθρέφτη
Τρίτη 25 Μαρτίου 2008
ο σπασμένος καθρέφτης της ενημέρωσης
Η βλακεία έχει επεκταθεί σε επικίνδυνο βαθμό. Η νοημοσύνη μας κλονίζεται από συνεχή χτυπήματα. Η κρατική τηλεόραση αλλάζει γωνία λήψης ανάλογα με την υποκειμενική της άποψη (αλήθεια, ποιος ο λόγος να πληρώνουμε εμείς την ΕΡΤ και όχι η Κινεζική κυβέρνηση, αφού εξυπηρετεί τα δικά τους συμφέροντα;)
Άνθρωποι που διαμαρτύρονται ειρηνικά για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υφίστανται κακοποίηση και συλλαμβάνονται. Κι αυτό γιατί επιμένουν να θέτουν τα ανθρώπινα δικαιώματα πάνω από την «ιερή» ολυμπιακή φλόγα. Αυτή την ίδια φλόγα που φώτισε τα κέρδη των πολυεθνικών στους «δικούς» μας ολυμπιακούς αγώνες. Κορυφαίος ο κυβερνητικός εκπρόσωπος που δήλωσε: «Η κυβέρνηση καταδικάζει κάθε απόπειρα παρέμβασης στην καθιερωμένη τελετή αφής της φλόγας, πολύ περισσότερο όταν εμπεριέχει πράξεις που δεν έχουν καμία σχέση με το Ολυμπιακό Πνεύμα». Το Ολυμπιακό πνεύμα! Ποιος το θυμάται ακόμα αλήθεια;
Κάποιοι άνθρωποι έχουν το θάρρος να ονειρεύονται ακόμα ελευθερία στο Θιβέτ και σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα. Πολλοί είναι αυτοί που προσπαθούν να σκοτώσουν τα όνειρα. Όμως τα όνειρα είναι φτιαγμένα από τόσο λεπτή ύλη, που κανείς δεν μπορεί να τα περιορίσει και να τα καταπνίξει. Και κάποιες φορές περνούν το σύνορο και γίνονται πραγματικότητα. Η επιφάνεια του καθρέφτη τρεμουλιάζει, χάνει τη στερεότητά της και αφήνει να περάσουν έξω απρόβλεπτα είδωλα, ιδέες που μπορούν να επιβληθούν σε εκείνο που μέχρι χθες φάνταζε σταθερό και αήττητο.
Κυριακή 23 Μαρτίου 2008
μπροστά στον καθρέφτη
Παραθέτω ένα απόσπασμα από το αφήγημα της Πόπης Βερνάρδου με τον τίτλο "Τι απέγινε η Σταχτοπούτα" (εκδόσεις Futura), το οποίο αναφέρεται σε ένα πολύ ιδιαίτερο καθρέφτη.
Η Σταχτοπούτα κατέβηκε στα υπόγεια του παλατιού και διέσχισε ένα μεγάλο διάδρομο. Είχε κατέβει κι άλλη φορά εδώ. Αναγνώρισε κάποιες αίθουσες δεξιά κι αριστερά της. Στο τέλος του διαδρόμου στάθηκε μπροστά σε μια κλειστή πόρτα που δεν την είχε προσέξει άλλη φορά. Κοίταξε γύρω της, δεν υπήρχε κανείς. Έσπρωξε την πόρτα, που άνοιξε αμέσως αθόρυβα, και μπήκε μέσα.
Τα ‘χασε. Η αίθουσα έλαμπε, ήταν γεμάτη καθρέφτες. Κρεμασμένοι στους τοίχους, ακουμπισμένοι στο πάτωμα, ριγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, εκατοντάδες καθρέφτες. Προχώρησε προσεκτικά στο μεγάλο και σκονισμένο δωμάτιο. Σκέφτηκε ότι εδώ πρέπει να έβαζαν τους καθρέφτες που δε χρειάζονταν πια. Στροβιλίστηκε χαρούμενη και παρακολούθησε το είδωλό της παντού. Το δωμάτιο γέμισε με τη χάρη και την ομορφιά της. Δεκάδες Σταχτοπούτες. Χτύπησε ενθουσιασμένη τα χέρια. ΄Υστερα σούφρωσε τα χείλη της. Το είδωλό της ήταν ίδιο, σ’ όλους τους καθρέφτες. Βενετσιάνικους, με κρυστάλλινα, μπρούτζινα ή εβένινα πλαίσια, μικρούς ή μεγάλους, οβάλ, στρογγυλούς ή τετράγωνους, απλούς ή φτιαγμένους με απαράμιλλη τέχνη. Δεν είχε σημασία η αξία του μέσου, μα το ίδιο το μέσον. “Ανόητη”, σκέφτηκε, “όλοι οι κα¬θρέφτες σε δείχνουν ίδια. Δεν μπορείς να το αλλάξεις αυτό διαλέγοντας περίτεχνους καθρέφτες με φιλντισένια λαβή. Όλοι δείχνουν την αλήθεια. Μια ηλίθια, κενόδοξη, αποτυχημένη πριγκίπισσα. Υποθέτω πως κανένας καθρέφτης δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό”.
Προχώρησε στο δωμάτιο χαζεύοντας γύρω το είδωλό της. Τότε την προσοχή της τράβηξε ένας καθρέφτης στρογγυλός, γυρισμένος από την ανάποδη και βουτηγμένος στη σκόνη. Πλησίασε, γιατί της φάνηκε ότι η ύλη του ήταν κάπως ρευστή, τρεμούλιαζε σαν να μην μπορούσε να αποφασίσει για την τελική μορφή του, ενώ μια λάμψη διαπέρασε την επιφάνειά του και σκόρπισε γύρω της χιλιάδες χρυσά σωματίδια. Περίεργη έσκυψε και γύρισε τον καθρέφτη προς το μέρος της. Στάθηκε μπροστά του και αυτό που δεν είδε την έκανε να παγώσει. Δεν καθρεφτιζόταν πάνω του! Έβλεπε μέσα το υπόλοιπο δωμάτιο, αλλά αυτή δεν φαινόταν πουθενά. Στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη και δεν έβλεπε το είδωλό της. Λιποθύμησε. Δεν την άκουσε κανείς.
Συνήλθε μετά από ώρα και προσπάθησε να κυριαρχήσει στον εαυτό της. Άπλωσε το τρεμάμενο χέρι της πάνω στον καθρέφτη. Η στιλπνή επιφάνεια υποχώρησε και το χέρι της πέρασε λίγο στην άλλη πλευρά.
Παρασκευή 21 Μαρτίου 2008
ο καθρέφτης του ποιητή
Μια και σήμερα είναι η παγκόσμια ημέρα ποίησης, παραθέτω ένα από τα αγαπημένα μου ποιήματα, που θεωρώ ότι αντικατοπτρίζει το κλίμα των ημερών. Καρυωτάκης, λοιπόν, και:
Δημόσιοι υπάλληλοι
Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο-δύο μες στα γραφεία,
(Ηλεκτρολόγοι θα'ναι η Πολιτεία
κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν.)
Κάθονται στις καρέκλες, μουνζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
"Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν" διαβεβαιώνουν.
Και μοναχά η τιμή τούς απομένει,
όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους
το βράδυ στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.
Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα, τους ώμους
σηκώνοντας, οι υπάλληλοι οι καημένοι.
Πέμπτη 20 Μαρτίου 2008
καλό ταξίδι, Άρθουρ Κλαρκ, ανάμεσα στους κατοπτρικούς κόσμους,
τι ειδε ο Βλακέντιος στον καθρέφτη
Αφιερωμένο στη σημερινή (αλλά και τη χθεσινή) μέρα. Η ιστορία που ακολουθεί είναι απόλυτα φανταστική και την εμπνεύστηκα καθισμένη πάνω στο μανιτάρι μου. Κάθε ομοιότητα με υπαρκτά πρόσωπα είναι εντελώς συμπτωματική.
Ο Βλακέντιος κοιτάζεται με αυταρέσκεια στον καθρέφτη. Είναι εδώ και λίγο καιρό προϊστάμενος σε μια σημαντική διεύθυνση ενός μεγάλου οργανισμού. Είναι ικανοποιημένος από τον εαυτό του. Έχει ήδη ξεφορτωθεί υφιστάμενους συνεργάτες του (παλαιότερους από αυτόν), από τους οποίους ένιωθε ότι κινδύνευε. Τους υπόλοιπους πασχίζει να τους βάλει σε μια τάξη για να μην του πάρουν τον αέρα. Αν δεν μπορούν να συμμορφωθούν, τουλάχιστον ας παραιτηθούν. Μάλιστα έχουν αρχίσει να προσλαμβάνονται καινούργιοι υπό τη διεύθυνσή του, άνθρωποι νέοι, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να πειθαρχούν, έχοντας περάσει από χίλια κύματα για μια θέση εργασίας. Ασκεί πιέσεις στους «αντιδραστικούς», που δεν έχει ακόμα καταφέρει να ξεφορτωθεί, και τους φέρεται αυταρχικά, απολαμβάνοντας το γεγονός ότι κάθε προσπάθειά τους να αμυνθούν, κάθε διάβημα που κάνουν για να υπερασπίσουν τον εαυτό τους, πέφτει πάνω σε ένα συμπαγή τοίχο. Πού θα του πάνε; Θα τους δείξει τι σημαίνει η ανεξαρτησία, που ισχυρίζονται ότι πρέπει να έχουν. Έχουν – λένε - τις απόψεις τους. Πρέπει να υπάρχει σεβασμός – ισχυρίζονται - στο δίκαιο, τη δημοκρατία και τα θεμελιώδη δικαιώματα. Τι ανοησίες είναι αυτές; Πίστεψαν πως ισχύει το Σύνταγμα; Πήραν κατά γράμμα τα άρθρα του; Απαρχαιωμένες αντιλήψεις της εποχής του διαφωτισμού!
Ο Βλακέντιος χαίρεται να συγχρωτίζεται με σημαντικούς ανθρώπους, γεμίζει περηφάνια όταν δήμαρχοι, υπουργοί, διοικητές οργανισμών και δικαστές του απευθύνουν το λόγο. Κάπου άκουσε πως πίσω απ’ την πλάτη του τον αποκαλούν μαλ...κα, αλλά δεν είναι ηλίθιος να πιστεύει ζηλόφθονες διαδόσεις. Η έμφυτη καχυποψία του τον προστάτευε πάντα στη ζωή του. Η "ευφυία" του και η "αφέλεια" των άλλων τον οδηγούσαν όλο και ψηλότερα. Τα επιχειρήματά του ήταν πάντα ακαταμάχητα.
Το φαινόμενο Βλακέντιου τείνει να επικρατήσει σε πολλούς τομείς της δημόσιας διοίκησης και τύποι συγγενείς με το «δικό» μας φανταστικό Βλακέντιο κατέχουν σημαντικές θέσεις σε οργανισμούς, υπουργεία, παντού. Είναι τα ιδανικά όργανα για τη διατήρηση ενός συστήματος και την απόρριψη κάθε νέας ιδέας. Άνθρωποι που δεν ασχολούνται με την ουσία των πραγμάτων, αλλά με την εδραίωση της θέσης τους και την ικανοποίηση εκείνων που τους ανέβασαν σ’ αυτήν. Δημιουργούν γύρω τους την εντύπωση πυρετώδους εργασίας χωρίς να παράγουν καθόλου έργο. Και το χειρότερο: η βλακεία είναι μεταδοτική.
Όμως, ακόμα κι αν υπάρχουν άνθρωποι αποφασισμένοι να χαλούν τη ζωή των άλλων, έχουν κι αυτοί οι «άλλοι» δικαιώματα καθώς και το δικαίωμα να τα διεκδικούν.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)