Σάββατο 26 Απριλίου 2008

ευχές από τη χώρα του καθρέφτη


Καλό Πάσχα και Καλή Ανάσταση. Και ελπίζω τη φορά αυτή να αναστηθεί «κάτι» σ’ αυτή τη χώρα. Η οικολογική συνείδηση, η κριτική σκέψη, η φαντασία, η δημιουργικότητα, η ευαισθησία, ο σεβασμός στα δικαιώματα των άλλων, κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Γιατί τα τελευταία χρόνια το μόνο που ανασταίνεται είναι η ηλιθιότητα, το βόλεμα και η αδιαφορία.
Φαντάσου όμως να αναστηθούν και τα αρνάκια και να μας πάρουν στο κυνήγι...

ο καθρέφτης του ιερού φωτός


Αντιγράφω από το βιβλίο του Γεωργ. Σιέττου «Τα Καβείρια Μυστήρια» (Εκδόσεις Πύρινος Κόσμος):
«Ο μυούμενος στα Καβείρια Μυστήρια έφερε το συμβολικό βαθμό του Καδμίλου, ο οποίος φονευόταν συμβολικά από τον αδελφό του και ανασταινόταν από τον Ερμή.
Τα μυστήρια άρχιζαν συνήθως με μια τελετή εξαγνισμού. Η τελετή γινόταν τη νύχτα. Ακολουθούσε φαγοπότι. Βρέθηκαν αγγεία και πήλινα δοχεία φαγητού με χαραγμένο το γράμμα Θ (Θεός) ή και του Ε, που είχε την ίδια σημασία.
Κατά τη μύηση ο μυούμενος έβλεπε, σε ειδική τελετή, τα θεϊκά σύμβολα και του εξηγούσαν τη σημασία τους. Μετά τη μύηση του έδιναν φυλαχτό από κίνδυνο στη θάλασσα ή για την υγεία του μια ζώνη κόκκινη ή ένα δαχτυλίδι να φορέσει.
Κατά την έναρξη της τελετής της Σαμοθράκης έσβηναν όλα τα φώτα σ’ όλο το νησί – το ίδιο γινόταν άλλωστε και στη Λήμνο – κι έστελναν ιερό πλοίο για να φέρει καινούργιο φως από την ιερή εστία του νησιού της Δήλου.
Αν το πλοίο επανερχόταν προτού περάσουν εννιά μέρες, υποχρεωνόταν να πλέει κοντά στο νησί, ώσπου να περάσουν οι εννιά μέρες. Ύστερα, με αναμμένα κεριά – η λαμπάδα ήταν σύμβολο των Καβείρων – μετέδιναν το φως ο ένας στον άλλο».

Κυριακή 20 Απριλίου 2008

ο καθρέφτης των αναμνήσεων


Χθες βρέθηκα να περπατώ στην παλιά μου γειτονιά και ένιωσα τις αναμνήσεις να με χτυπούν κατά κύματα. Το σπίτι που έζησα τα παιδικά μου χρόνια στέκεται ακόμα εκεί, μελαγχολικό τριώροφο ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Η διπλανή μονοκατοικία με τον κήπο έγινε χώρος πάρκινγκ. Πιο πέρα η παλιά εγκαταλειμένη από τα παιδικά μου χρόνια μονοκατοικία δεν υπάρχει πια. Ένα κενό στη θέση της. Απέναντι η μονοκατοικία έγινε κι αυτή πολυκατοικία. Άραγε μένουν εκεί τώρα η Κατερίνα και ο Παναγιώτης, σύντροφοι στα παιδικά παιχνίδια; Το εγκαταλειμένο γωνιακό σπίτι που παρέμενε χρόνια κλειστό, μήλο της έριδος των κληρονόμων του, χτίστηκε τελικά. Πήραν και το γειτονικό οικόπεδο και ύψωσαν μια μεγάλη καινούργια πολυκατοικία. Εκεί στη γωνία που σταμάτησε πριν πολλά χρόνια η ζωή ενός αγαπημένου. Στέκομαι και οι εικόνες στριφογυρίζουν μπροστά μου. Είναι απόγευμα μα εγώ έχω νύχτα γύρω μου, το φως της λάμπας του δρόμου φωτίζει τη σκηνή. Οι τελευταίες στιγμές εκείνου κι εγώ... οι άλλοι... κανείς να μην μπορεί να βοηθήσει. Κι ύστερα προσπέρασα και συνέχισα την πορεία. Το παλιό σινεμά έβαλε εδώ και πολλά χρόνια λουκέτο. Συνεχώς βλέπω νέες πολυκατοικίες, δεν αφήνουν κανένα κενό να πάει χαμένο. Η φύση απεχθάνεται το κενό. Πού να δεις οι κατασκευαστές.... Ευτυχώς δεν έχτισαν ακόμα τη Φυτευτή (το παρκάκι της περιοχής).
Κάποια μαγαζιά υπάρχουν ακόμα, άλλα άλλαξαν ιδιοκτήτη και είδος. Οι κινηματογράφοι έχουν κλείσει εδώ και χρόνια. Ο φούρνος σταθερός στη θέση του, οι ανάγκες για ψωμί δεν τελειώνουν ποτέ.
Λίγο πριν βγω στην Πατησίων σκέφτομαι πως υπάρχει μια μονοκατοικία ακόμα στη θέση της. Πάντα μου άρεσε να τη βλέπω να στέκεται εκεί ανάμεσα στο μπετόν με το μεγάλο κήπο και τα ψηλά της δέντρα. Κι όμως... Όταν φτάνω βλέπω στη θέση της τα δοκάρια της οικοδομής που χτίζεται και σηκώνεται και κρύβει το κομμάτι του ουρανού που μέχρι πριν λίγο καιρό μπορούσες να αντικρίσεις όταν στεκόσουν απέναντί της.
Πώς θάναι το αύριο σ’ αυτή την πόλη;

Σάββατο 12 Απριλίου 2008

... επιστροφή μέσα απ' τον καθρέφτη



Αφήγημα

Η Κασσάνδρα ξύπνησε από τις ηλιαχτίδες που, μπαίνοντας μέσα από τις μισόκλειστες γρίλιες, τρεμόπαιζαν πάνω στα μάτια της. Είχε δει πάλι το ίδιο όνειρο. Ήταν ευχάριστο, αλλά και παράξενο, αφού τον τελευταίο μήνα έβλεπε σχεδόν κάθε νύχτα ότι ανέβαινε με γρήγορο βήμα μια απότομη πλαγιά, ενώ γύρω της η φύση παλλόταν από ζωή, οι κερασιές ήταν κατάφορτες και οι αγριοτριανταφυλλιές γεμάτες λουλούδια την προσκαλούσαν να τις αγγίξει. Τα κρινάκια αναδεύονταν, καθώς ο αέρας περνούσε απαλά ανάμεσά τους και ανάδιναν μια μεθυστική μυρωδιά. Μα εκείνη προχωρούσε χωρίς σταματημό, χωρίς ανάσα. Στα χέρια της κρατούσε ένα μικρό λευκό καλάθι που δεν ήξερε τι περιείχε, ή δεν μπορούσε να θυμηθεί.
Κάποια στιγμή έφτανε στην κορυφή. Από κει μπορούσε να ατενίσει το αλσύλιο με τα πεύκα και τις βελανιδιές και το στενό μονοπάτι που οδηγούσε στριφογυρίζοντας στην απέραντη παραλία. Πάντα η ίδια ώρα, λίγο μετά τη δύση του ήλιου, όταν οι σκιές μακραίνουν και το σκοτάδι δεν έχει ακόμα απλώσει την κυριαρχική του αγκαλιά. Κι αυτή να στέκεται εκεί ψηλά και να παρατηρεί τα κύματα να φουσκώνουν και τα χρώματα που πριν λίγη ώρα έβαφαν τον ορίζοντα, άπειρες πινελιές με έντονες αντιθέσεις, να παραχωρούν τη θέση τους σε διαβαθμίσεις του γκρίζου. Κάθε φορά το ίδιο τοπίο και πάντα το ίδιο ερώτημα: Τι κάνει εκεί;
Και μετά ξυπνούσε. Είχε αρχίσει να αναρωτιέται αν κάτι βαθύ τη συνέδεε με τον άγνωστο τόπο της άρεσε να γυρνά κάθε φορά στο ύψωμα και να κοιτά τη μυστική παραλία της. Μάλιστα το τοπίο είχε γίνει τόσο οικείο, ώστε τις τελευταίες φορές που το αντίκρισε ένιωσε μια σιγουριά στα βήματα που έκανε στον ονειρότοπο, ήξερε πού βάδιζε και πού θα έφτανε.

Την επομένη τ’ όνειρο επανήλθε. Ήταν πάλι το γνώριμο περιβάλλον, αλλά υπήρχε μια σημαντική διαφορά. Η Κασσάνδρα άρχισε να κινείται με τη γνώση ότι έβλεπε όνειρο. Και θέλησε να ελέγξει τις κινήσεις της μέσα του. Προχώρησε με σιγουριά και άρχισε να κατεβαίνει την πλαγιά περνώντας μέσα από το δάσος. Παρατηρούσε με μια αίσθηση μεγάλης οικειότητας τα δέντρα, τα χάιδευε καθώς τα προσπερνούσε, αγκάλιασε μια ογκώδη βελανιδιά και χόρεψε ανάμεσα στους πεσμένους καρπούς της. Ένιωθε το υγρό χώμα και τα δάχτυλά της χώνονταν στα ξερά φύλλα. Πρόσεξε πως ήταν ξυπόλητη. Είδε δίπλα της ένα μεγάλο αμανίτη και έσκυψε να τον κόψει. Θυμήθηκε το μαχαίρι που είχε περασμένο στη ζώνη της και το χρησιμοποίησε γι αυτό το σκοπό. Θα τον έψηνε στη φωτιά το ξημέρωμα, αφού θα είχε τελειώσει το.... Δε θυμόταν τι πήγαινε να κάνει. Ανασήκωσε τους ώμους. Ένα ζαρκάδι στεκόταν ανάμεσα σε δυο πεύκα και την κοιτούσε κι αυτή ψιθύρισε κάτι που δεν ήξερε τι σήμαινε. Μια λάμψη πέρασε μπροστά της και ... ξύπνησε.
Κοίταξε το σκοτεινό δωμάτιο, τη σκούρα αντανάκλασή της στον καθρέφτη απέναντί της και έκλεισε σφιχτά τα μάτια. Ήθελε να συνεχίσει το όνειρο, δεν έπρεπε να το χάσει, πρώτη φορά ήταν τόσο ζωντανό. Συνέχισε να περπατά μέχρι το τέλος του δάσους και κατέληξε στην παραλία. Προχώρησε μέχρι που το νερό άγγιξε τα πόδια της και κάθισε πάνω στη χοντρή άμμο. Η ψύχρα της νύχτας την τύλιγε. Η φύση ήταν απλωμένη γύρω της και ήθελε να γίνει ένα μαζί της. Κυλίστηκε χάμω και τα μάτια της πήγαν στο καλάθι που είχε αφήσει δίπλα της. Είχε έρθει η ώρα να μάθει τι υπήρχε εκεί μέσα. Τράβηξε το κάλυμμα και απόμεινε να κοιτάζει το περιεχόμενο με ανοιχτό το στόμα. Και θυμήθηκε.

Άκουγε τα βήματά της πάνω στα βότσαλα. Είχε πια σκοτεινιάσει. Το φεγγάρι ήταν ψηλά στον ουρανό. Έφτασε στην υγρή και σκοτεινή σπηλιά. Ταλαντεύτηκε για λίγο, αναρωτήθηκε αν είχε έρθει η ώρα να ξυπνήσει, μα ήθελε να τελειώσει αυτό για το οποίο είχε φτάσει μέχρι εδώ.
Μπήκε στη σπηλιά. Τα τοιχώματα γύρω της ήταν υγρά και τα πόδια της βυθίζονταν στην παχιά άμμο. Κάθισε σε μια πέτρα και άνοιξε το καλάθι. Έβγαλε από μέσα μια βέργα από αφροξυλιά και χάραξε στην άμμο ένα μεγάλο κύκλο. Μέσα του τοποθέτησε τα τρία λευκά κεριά ώστε να σχηματίζουν ένα ισόπλευρο τρίγωνο και τα άναψε. Κάθισε στο μέσον του κύκλου τοποθετώντας μπροστά της ένα κομμάτι χαλαζία. Έβγαλε ένα μικρό μπρούτζινο καθρέφτη που είχε στον πάτο του καλαθιού. Μέσα του αντίκρισε τα πράσινα φωτεινά μάτια της και τα κατάξανθα μαλλιά της.
Ήταν η Ιάνθη, η Θεσσαλή μάγισσα που είχε φτιάξει τόσα φίλτρα για γυναίκες και άντρες και είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει το σπίτι της όταν οι ιερείς της νέας θρησκείας καταδίωξαν τις όμοιές της. Έζησε για λίγο απομονωμένη σε μια καλύβα έξω από την πόλη, μα έπρεπε να κάνει μια τελευταία πράξη.
Είχε σκεφτεί πολύ πάνω σ’ αυτό. Ήξερε πως ήταν ζήτημα ημερών να τη συλλάβουν και να τη δικάσουν, αφού δεν απαρνιόταν τις γνώσεις που της είχε εμπιστευτεί η Εκάτη. Όμως κανείς δε θα τη σκότωνε με τους δικούς του όρους. Μπορούσε ακόμα να επιλέξει.
Σηκώθηκε και σκόρπισε γύρω από τον κύκλο την προσφορά της: μέλι και γάλα και αίμα από τη μαύρη προβατίνα που είχε θυσιάσει νωρίτερα. Ύστερα κάθισε πάλι στο μέσον του κύκλου και προσευχήθηκε: «Μεγάλη Θεά, Κυρίαρχε του Θανάτου, Σκοτεινή Βασίλισσα, Εσύ που μου χάρισες τις δυνάμεις και τη μαγεία σου, Παντοδύναμη Εκάτη, στάσου κοντά μου σε τούτο το τελευταίο έργο και χάρισέ μου την αθανασία στα μέγαρά σου».
Ένιωσε ένα κύμα φόβου να φουντώνει μέσα της, η πίστη της κλονίστηκε, είδε τη θεά να αποσύρεται μακριά από τη χώρα στην οποία κάποτε κυριαρχούσε. Κι αν στην άλλη μεριά την περίμενε μια παγωμένη έρημος, χωρίς την παρουσία της φιλεύσπλαχνης Εκάτης; Δεν μπορούσε να κάνει πια πίσω. Έβγαλε το βάζο που περιείχε το μίγμα που είχε φτιάξει. Είχε τρίψει ρίζα μανδραγόρα, ελλέβορο, λευκό αμανίτη και χαμομήλι μαζί με καρυδέλαιο, παπαρούνα, βασιλικό και λίγη σκόνη χαλαζία.
Η σελήνη βρισκόταν τώρα στο πιο ψηλό σημείο του ουρανού. Έφερε αργά στο στόμα της το ποτό και το ήπιε μονορούφι. Είχε μια στυφή γεύση. Ήταν η τελευταία φορά που ασκούσε τη μαγική τέχνη της. Τώρα της απόμενε να περιμένει. Ήταν ήρεμη και μια βαθιά μελαγχολία μούδιαζε τα μέλη της. Η Εκάτη θα της χάριζε την αθανασία, ίσως όμως της έδινε απλώς τη λήθη κι ένα αργό και επώδυνο θάνατο. Πέρασαν λίγα λεπτά χωρίς να συμβεί τίποτα. Ύστερα έγειρε το σώμα της στο πλάι. Κρύος ιδρώτας την έλουσε και μια φωτιά έκαιγε τα σωθικά της και της έκοβε την ανάσα. Ξάπλωσε και τα μάτια της έκλεισαν. Το σώμα της πονούσε. Σταμάτησε να σκέφτεται.
Οράματα σάρωσαν το νου της. Είδε τον ήλιο να βουτάει πίσω από γαλάζια βουνά. Τα χρώματα σκούρυναν και η χλωμή και μεγαλόπρεπη σελήνη ανέτειλε. Κι αυτή μεταμορφώθηκε σε ελάφι και μετά έγινε αρκούδα κι ύστερα φίδι και τα πύρινα μάτια του γνώρισαν τη λάμψη της θεάς.
Ένιωθε να αποσυνδέεται από την ταυτότητά της και να διαχέεται στο άπειρο. Ήταν μεγάλη όσο ολόκληρος ο κόσμος. Έπλεε σε μια θάλασσα αισθημάτων, είχε μετατραπεί σε ένα χρυσό ποτάμι που διέσχιζε στριφογυριστό μια πεδιάδα γεμάτη κόκκινα και μπλε λουλούδια που έλαμπαν κάτω από ένα καινούργιο λαμπρό ήλιο. Δε χόρταινε να βλέπει τους άπειρους ιριδισμούς και στριφογύριζε χαρούμενη, καθώς η κελαρυστή ορμή του νερού την οδηγούσε στον ωκεανό.
Ο ουρανός είχε πάρει το χρώμα του μελιού. Τα δέντρα ήταν γαλάζια με χρυσούς κορμούς, ενώ απ’ τα κλαδιά τους κρέμονταν φρούτα που δεν είχε ξαναδεί. Μπροστά της, μέσα στη θάλασσα, ορθωνόταν ένα παλάτι από μαύρο κρύσταλλο. Απόμεινε να θαυμάζει τον όγκο που υψωνόταν και έμοιαζε να ακουμπά στα σύννεφα. Η θεά την περίμενε.
Η Κασσάνδρα θυμήθηκε πως ονειρευόταν και βυθίστηκε ακόμα περισσότερο στην ομορφιά του ονείρου της. Στα μέλη της είχε απλωθεί μια γλυκιά αίσθηση παραίτησης κι απολάμβανε την παραμυθένια ατμόσφαιρα.
Ήταν τόσο όμορφη η Ιάνθη καθώς άνοιγε την κρυστάλλινη πύλη και έμπαινε στο μαύρο παλάτι. Οι τοίχοι ήταν σκεπασμένοι με βαρύτιμα χαλιά σ’ όλες τις αποχρώσεις του μπλε και σάλευαν από κάποια αόρατη πηγή αέρα, όμοια με τα κύματα του ωκεανού. Το πάτωμα ήταν κοραλένιο και ένας απαλός φωτισμός έπεφτε ομοιόμορφα παντού. Τη διακόσμηση του δωματίου αποτελούσαν ένας τεράστιος σκαλιστός καθρέφτης, ασημένια κηροπήγια με μαύρα κεριά και περίτεχνες ανθοστήλες με κρίνους, ενώ στη μέση δέσποζε ένα μεγάλο κρεβάτι με ουρανό και μαύρες μεταξωτές κουρτίνες.

Η Ιάνθη πλησίασε τον καθρέφτη του ονείρου και η Κασσάνδρα ένιωσε ξαφνικά τον κίνδυνο. Τώρα ήθελε να ξυπνήσει. Μα η νάρκη είχε πέσει βαριά πάνω της και δεν την άφηνε να σαλέψει. Ένιωθε τον εαυτό της ξαπλωμένο στο κρεβάτι της, την υφή των σεντονιών και της κουβέρτας, κι όμως το μόνο που κατάφερε ήταν να πέσει σε νέα έκσταση και να εξακολουθήσει να δέχεται τις εικόνες του ονείρου.
Η Κασσάνδρα στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη και αντίκρισε την Ιάνθη να καθρεφτίζεται και να της χαμογελά. Ένιωσε να πέφτει από ψηλά και η φωνή της πνίγηκε πριν βγει απ’ το στόμα της.
Η Ιάνθη σιωπηλή και επιβλητική στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και χαμογέλασε στον εαυτό της. Στράφηκε μια τελευταία φορά πίσω της και είδε την Κασσάνδρα να κοιμάται στο κρεβάτι με τον ουρανό και τις μαύρες μεταξωτές κουρτίνες. Ύστερα πέρασε μέσα από τη στιλπνή επιφάνεια και βρέθηκε στο δωμάτιο της Κασσάνδρας. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της άλλης πλευράς. Πίσω απ’ τη θάλασσα των ονείρων της είχε ανακαλύψει μια καινούργια πατρίδα.

Δευτέρα 7 Απριλίου 2008

η Ελευσίνα μπρος και πίσω από τον καθρέφτη


Ιστορικά είναι βεβαιωμένο ότι η γιορτή των Ελευσινίων εισήχθη από το Θράκα Εύμολπο και ετελείτο κατά τους πανάρχαιους χρόνους. Η οικογένεια των Ευμολπιδών διατήρησε τη διεύθυνση των τελετών για πάνω από χίλια χρόνια. Ανώτατος ιερέας στη γιορτή ήταν ο Ιεροφάντης ο οποίος έδειχνε τα μυστήρια στους μύστες και καταγόταν πάντα από τους Ευμολπίδες. Οι Έλληνες τοποθετούσαν στη Θράκη την καταγωγή της θρησκείας τους, των μυστηρίων τους και της μουσικής. Μάλιστα για το γεγονός ότι ο Ορφέας εθεωρείτο στην αρχαιότητα ο πρώτος επίσημος εισηγητής των μυστηρίων εν γένει στην Ελλάδα έχουμε και τη μαρτυρία του λεξικού Σουίδα: «Θρησκεύει= θεοσεβεί, υπηρετεί τοις θεοίς. Λέγεται γαρ ως Ορφεύς Θραξ πρώτος ετεχνολόγησε τα Ελλήνων μυστήρια. Και το τιμάν θεόν θρησκεύειν εκάλεσαν ως Θρακίας ούσης της ευρέσεως».
Τα Μεγάλα Μυστήρια γιορτάζονταν κάθε φθινόπωρο. Ξεκινούσαν στις 14 του μήνα Βοηδρομιώνα (που είναι ο Σεπτέμβριος) και κρατούσαν εννέα μέρες. Ήταν η μεγαλύτερη και μεγαλοπρεπέστερη από όλες τις γιορτές των Ελλήνων και ετελείτο διαδοχικά στην Αθήνα και την Ελευσίνα. Κατά την εποχή των μυήσεων στέλνονταν ιερές θεωρίες από όλες τις ελληνικές πόλεις για να λάβουν επισήμως μέρος στην τελετή. Αργότερα έστελνε θεωρίες και η Ρώμη.
Τα Μυστήρια κρατούσαν εννέα μέρες. Τις πέντε πρώτες γίνονταν εκδηλώσεις στην Αθήνα. Η πομπή ξεκινούσε την έκτη μέρα. Σ’ αυτήν έπαιρναν μέρος χιλιάδες λαού και η διαδρομή ήταν περίπου αυτή που ακολουθούμε και σήμερα για να πάμε στην Ελευσίνα. Όλοι φορούσαν στο κεφάλι στεφάνι από μυρτιά και κρατούσαν ραβδί από πλεγμένα κλαδιά – το βάκχο – που ήταν σύμβολο των μυστών. Στον Κηφισό τους υποδέχονταν οι Ελευσίνιοι με σκώμματα στα οποία απαντούσαν οι Αθηναίοι. Αυτά τα σκώμματα λέγονταν «γεφυρισμοί».
Στα ιερά που βρίσκονταν κατά μήκος της Ιεράς οδού η πομπή σταματούσε και οι μύστες έψελναν ύμνους όπως γίνεται και σήμερα στις λιτανείες. Πρώτη στάση στο Δαφνί, όπου βρισκόταν το ιερό του Δαφνείου Απόλλωνα, δεύτερη στο ιερό της Αφροδίτης, λίγο πιο πέρα και τρίτη στους Ρειτούς, τη σημερινή λίμνη Κουμουνδούρου που ήταν αφιερωμένη στη Δήμητρα και την Περσεφόνη. Εκεί αντιπρόσωποι του παλιού Ελευσινίου γένους των Κροκωνιδών έδεναν ταινίες στο πόδι και στο βραχίονα κάθε μύστη, σημείο εξαγνισμού και προστασίας από τα κακά πνεύματα. Αυτό επιβίωσε μέχρι σήμερα στο «Μάρτη» που δένουμε στον καρπό για να μη μας κάψει ο ήλιος.
Όταν η πομπή έφτανε στην Ελευσίνα τα ιερά παραδίδονταν στο Τελεστήριο και οι μύστες καθαρίζονταν με νερό από το Καλλίχορο φρέαρ και πήγαιναν να διανυκτερεύσουν στο Τελεστήριο όπου θα γινόταν η μύηση.
Αυτό το Τελεστήριο του οποίου σώζονται τα ερείπια έγινε στα χρόνια του Περικλή από τους αρχιτέκτονες Ικτίνο, Κοροίβο, Θεαγένη και Ξενοκλέα. Οι ανασκαφές όμως έφεραν στο φως και λείψανα παλιότερων τελεστηρίων που υπήρχαν στη θέση αυτή και των οποίων η κατασκευή ανάγεται στην εποχή του Πεισιστράτου, στην εποχή του Σόλωνα, ενώ άλλο ανήκει στον 9ο π.Χ αιώνα και άλλο στη μυκηναϊκή εποχή.
Τις δυο τελευταίες νύχτες της γιορτής, την 21η και την 22η του Βοηδρομιώνα, γινόταν μέσα στο Τελεστήριο το σπουδαιότερο μέρος της γιορτής, οι μυστικές τελετές για τις οποίες δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα λόγω του όρκου σιωπής που έδιναν οι μύστες. Γενικά ξέρουμε ότι γίνονταν κάποιες πράξεις, τα δρώμενα, λέγονταν μυστικές φράσεις, τα λεγόμενα, και έδειχναν τα ιερά, τα δεικνύμενα.
Τη δέκατη μέρα οι μύστες έπιναν τον κυκεώνα σε ανάμνηση του γεγονότος της εννιαήμερης περιπλάνησης της Δήμητρας. Επρόκειτο για ένα παχύρρευστο ποτό κυρίως από νερό και αλεύρι, στο οποίο πρόσθεταν ένα είδος άγριας μέντας.
Στα Ελευσίνια είχαν μυηθεί μεταξύ άλλων ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος, ο Ξενοφών, ο Αριστοφάνης, ο Πυθαγόρας, ο Μάρκος Αυρήλιος, ο Αδριανός, ο Ιουλιανός ο Παραβάτης.
Σήμερα η Ελευσίνα αργοπεθαίνει στο βωμό της ανάπτυξης, το φλισκούνι και η άγρια μέντα μαράθηκαν και η Περσεφόνη κοιμάται στην αγκαλιά της γης δεμένη με ισχυρά ξόρκια σ’ έναν ατέλειωτο ύπνο που μοιάζει με θάνατο. Δε ζει πια εναλλάξ στον Άδη και τη Γη. Δεν ανεβαίνει για να συναντήσει τη Δήμητρα. Η άνοιξη έχει χάσει κάτι απ’ την παλιά της αίγλη και φωτεινότητα. Ο καθρέφτης θάμπωσε, οι μορφές που ξεπηδούν από την υψικάμινο εκτελούν το δαιμονικό χορό τους ανάμεσα στα σιδερικά και τα ελάσματα των ναυπηγείων.
Στην περιοχή υπάρχουν – σύμφωνα με άρθρο (με ημερομηνία 3-9-2003) του Ιωάννη Μ. Βαρβιτσιώτη, Ευρωβουλευτή, Προέδρου του Ινστιτούτου Δημοκρατίας «Κωνσταντίνος Καραμανλής» - 2 διυλιστήρια, 2 χαλυβουργεία με υψικαμίνους, 2 εργοστάσια τσιμέντου, 2 ναυπηγεία και 1 βιομηχανία πυρομαχικών. Στο ίδιο άρθρο ο κ. Βαρβιτσιώτης αναφέρει: «Παράλληλα, ολοένα και περισσότερες εταιρείες αποθήκευσης και μεταφορών μετακομίζουν στην περιοχή αυξάνοντας ραγδαία τόσο την ίδια την κυκλοφορία των οχημάτων όσο και το ποσοστό της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται απο τους ρύπους των τροχοφόρων. Σημειωτέον, πως περισσότερες απο τις μισές βιομηχανικές μονάδες που λειτουργούν εκεί είναι εκτός των ορίων της βιομηχανικής περιοχής, όπως αυτήν την ορίζει η νομοθεσία». Και το άρθρο καταλήγει: «Με πράξεις της η πολιτεία ενεργεί σε βάρος του αρχαιολογικού χώρου της Ελευσίνας. Συγκεκριμένα, σε ένα τελείως άσχετο νομοσχέδιο για την τουριστική εκπαίδευση (ν. 3105 ΦΕΚ, τεύχος Α, αρ. φύλλου 29, 10 Φεβρουαρίου 2003) περιελήφθη διάταξη (άρθρο 41, παρ. 6) με την οποία επιτρέπεται η ανέγερση οχλουσών και μη βιομηχανικών εγκαταστάσεων σε επαφή με τον αρχαιολογικό χώρο!!!»

Σάββατο 5 Απριλίου 2008

η Ελευσίνα μέσα από το νοσηρό καθρέφτη της ΔΕΗ


Διαβάζουμε στην ηλεκτρονική εφημερίδα Magoula on line ότι η διοίκηση της ΔΕΗ αγνόησε με τρόπο προκλητικό το ηχηρό μήνυμα που απέστειλε ο λαός του Θριασίου στην συγκέντρωση διαμαρτυρίας και προχώρησε τελικά στην έγκριση του μνημονίου συνεργασίας με την Χαλυβουργική για την κατασκευή μονάδας παραγωγής ρεύματος, ισχύος 880MW, στην Ελευσίνα. Το ΔΣ της ΔΕΗ συνεδρίασε στις 3 Απριλίου σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας όπου απαγορεύθηκε η είσοδος στον Νομάρχη Δυτικής Αττικής κ. Αρκουδάρη, στον Δήμαρχο Ελευσίνας κ.Αμπατζόγλου και στην Βουλευτή του ΠΑΣΟΚ κα Χριστοφιλοπούλου οι οποίοι προσπάθησαν να παρέμβουν στην αίθουσα της συνεδρίασης να παραδώσουν υπόμνημα και να αποτρέψουν με επιχειρήματα την έγκριση του μνημονίου.
Ο Νομάρχης Δυτικής Αττικής κ. Αριστείδης Αρκουδάρης κατήγγειλε το γεγονός ότι την ώρα που η περιοχή βρίσκεται στο πόδι κατά των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής μια Δημόσια Επιχείρηση όχι μόνο επιχειρεί εν κρυπτώ να επικυρώσει το μνημόνιο αλλά αρνείται και να ακούσει τους πολίτες της Δυτικής Αττικής.«Δεν πρόκειται να περάσει. Θα το εμποδίσουμε με κάθε τρόπο», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Αρκουδάρης, ο οποίος προανήγγειλε δικαστικό αγώνα κατά των συγκεκριμένων σχεδίων που «καταστρέφουν σήμερα τη Δυτική Αττική, αύριο το λεκανοπέδιο».
Μάλιστα, όπως καταγγέλλει ο κ. Αρκουδάρης (εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ της 6-2-2008 - ρεπορτάζ Νικολέττα Μουτούση) το ρεύμα που θα παράγεται θα προορίζεται για πώληση στην Ιταλία! Και η ρύπανση που θα προκαλείται ισοδυναμεί με αυτή που προκαλούν 1,8 εκατομμύρια αυτοκίνητα την ημέρα! Φαίνεται ότι η επιλογή του κ. Αθανασόπουλου ως Προέδρου της ΔΕΗ έγινε στα πλαίσια της ανασυγκρότησης του κράτους, ώστε να θυσιαστούν τα πάντα στο βωμό του κέρδους - άνθρωποι και αρχαιότητες. Συνεργοί του αυτοί που τον διόρισαν, το υπουργείο ΠΕΧΩΔΕ που ενέκρινε τους περιβαλλοντικούς όρους για την επένδυση και βέβαια οι «ευεργέτες» της ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗΣ. Κι όλοι μαζί έχουν σκοπό να θάψουν βαθιά στη γη κάθε ανάμνηση μιας από τις ιερές πόλεις της αρχαιότητας.
Βέβαια είναι αναμενόμενο ότι τέτοιοι άνθρωποι αγνοούν εντελώς το παρελθόν και την ιστορία της Ελευσίνας, ενώ αδιαφορούν εντελώς για το παρόν και το μέλλον της. Ελπίζω ότι αυτή τη φορά ο αγώνας των κατοίκων της Δυτικής Αττικής θα δώσει ένα ηχηρό χαστούκι στους ανεκδιήγητους που πιστεύουν ότι μπορούν να παίζουν με τη ζωή των άλλων σαν να είναι αυτοκινητάκια της TOYOTA.

Τετάρτη 2 Απριλίου 2008

ο καθρέφτης της λίμνης


Οι νεράιδες έχουν βγει έξω από το κάδρο. Δε θέλουν να αποτυπώνονται πάνω σε φωτογραφίες. Δεν καταλαβαίνουν τη σημασία της συλλογής των εικόνων τους. Δεν αγαπούν τις αναμνήσεις.
Ζουν έξω από το χρόνο, μπορούν να ξεχαστούν θαυμάζοντας το είδωλό τους στα νερά της λίμνης ή να κινούνται αέναα σαν τον καταρράκτη. Πάντα μακριά από περίεργα βλέμματα. Ανάμεσα στους καθρέφτες. Εκεί που γεννιέται μια άλλη μορφή πραγματικότητας.