Δεν είχε φανταστεί ότι θα ερχόταν αντιμέτωπη
με την εικόνα του θανάτου· του δικού της θανάτου.
Ήταν γοητευτική η εικόνα;
Ήταν αποκρουστική;
Και τα δυο, ίσως.
Είχε ζωγραφίσει το θάνατο ολόγυρά της.
Όλοι τον είχαν ζωγραφίσει για τον εαυτό τους.
Εθελοντική ταφή.
Μόνο που νόμιζαν ότι ήταν η ζωή.
Η αμφισημία των λέξεων.
Η ανοησία των ανθρώπων.
Ή η αφέλεια ίσως;
Οι λέξεις στη θέση των νοημάτων.
Τα νοήματα στη θέση των πραγμάτων.
Τα πράγματα δεν ήταν εκεί.
Είχαν μείνει μόνο οι εικόνες τους. Ζωγραφιές
στους τοίχους της φυλακής τους.
Ο ήλιος έχει μέρες να φανεί.
Τα σύννεφα επιμένουν να τον κρύβουν.
Βρέχει πολλές ώρες. Παλιότερα η βροχή ήταν
αθώα. Ήταν όμορφα να περπατάς στη βροχή.
Είχαν μια γοητεία οι ανοιξιάτικες μπόρες.
Τώρα στη διάφανη βροχή μπορεί να κρύβεται
ο θάνατος. Ποιος ξέρει τι άλλο κουβαλά μαζί της,
καθώς τρυπάει τη μολυσμένη ατμόσφαιρα;
Dementia universalis: Έφτιαξαν τόσα όπλα,
τα βελτίωσαν τόσο πολύ – συνεχώς τα βελτιώνουν –
ώστε να μπορούν να πεθάνουν με πολλούς τρόπους
και πολλές φορές. Μόλυναν τον αέρα και τα νερά, κάποιες φορές
ένιωθε ότι ήταν τυχερή που ήταν ακόμα ζωντανή.
Η γη μπορεί να μας θρέψει όλους, κι όμως
εκατομμύρια παιδιά πεθαίνουν· δεν έχουν δυνατότητα να φτάσουν
στην τροφή. Όπου δυνατότητα οφείλεις να διαβάσεις: χρήματα.
Μια κοινωνία που στήριξε την ύπαρξή της σ’ ένα εικονικό μέσο
ανταλλαγής, πόσες ελπίδες έχει να επιβιώσει;
Ο παλιός κόσμος είναι νεκρός. Ίσως πάλι κοιμάται
έναν ύπνο που μοιάζει με θάνατο περιμένοντας – μάταια; - να τον
ξυπνήσουν. Ξανά.
Κοιτάει γύρω της· υπάρχει τόση ομορφιά – ακόμα – κι όμως
έχει χάσει την ικανότητα να τη βλέπει.
Μέσα στη βιασύνη της – για ποιο πράγμα άραγε; - έχασε
τα σχήματα, τα χρώματα, τις απλές στιγμές, που κάθε λεπτό
χάνονται και λιώνουν κάτω από τις σταγόνες του χρόνου. Λες
και το εγώ είναι κάτι ξεκομμένο από τον κόσμο
ή ίσως το εγώ έχει αποκοπεί από τον ίδιο του τον εαυτό
κι ακολουθεί μια πορεία μοναχική, αναζητώντας την πηγή
που έχασε. Είχε πιστέψει – πολλοί το πίστεψαν – ότι η εικόνα
ήταν το ίδιο το πράγμα. Ότι έπρεπε να κάνει μια δουλειά, να πάρει
μια ταυτότητα - ευπρόσδεκτη για τους άλλους –, να κλείσει
τα μάτια στον κόσμο που άλλαζε σε κάτι που δεν της άρεσε.
Αφήστε με στην ησυχία μου. Λίγο ακόμα.
Αργότερα, ναι, αργότερα θα έχει χρόνο για να ζήσει.
Λίγο ακόμα πρέπει να μείνει στο σκοτεινό κόσμο που έχει
γεννηθεί ερήμην της – ή μάλλον με τη συμμετοχή ή την αδιαφορία της.
Λίγο ακόμα. Κι ας ξέρει πως αυτό τη σκοτώνει. Έγινε
συνήθεια. Ύπουλη κατάσταση. Ο νόμος της αδράνειας.
Κάποιες φορές γίνεται αφόρητο, η συνήθεια σκοτώνει. Αλλά
έχει τόση δύναμη!
Έμαθε να ζει στο καταφύγιο. Α, πολλά
τα καταφύγια… Πολλά τα καβούκια. Και ζεστά. Απατηλά ζεστά.
Κάποιες φορές την πιάνει νοσταλγία. Προπαντός
όταν ακούει ή διαβάζει ιστορίες. Για όσα χάθηκαν.
Ο φόβος την έμαθε να ζει μέσα. Η απειλή
ότι αν έβγαινε απ’ το προστατευμένο της κουκούλι την περίμενε
το άγνωστο. Και πολλοί κίνδυνοι. Φορτώθηκε πιστωτικά όρια
και πλαστές επιθυμίες. Της άρεσαν αυτά. Θα ήταν ψέμα να τ’ αρνηθεί.
Όμως την έδεσαν με ανάλαφρες αλυσίδες. Νόμιζε πως δεν την
ενοχλούσαν. Μέχρι που ένιωσε το βάρος τους. Όταν
προσπάθησε να τις σπάσει. Ήξερε κάποιους που αποφάσιζαν
να βγουν έξω. Πολλές φορές χωρίς σχέδιο. Αφήνουν
τα βήματά τους να τους οδηγήσουν. Χωρίς την καταπίεση της λογικής εκείνων
που έχουν μετατραπεί σε θλιβερά κόκκαλα και κομμάτια από κουρέλια.
Κάποιοι επιστρέφουν, όσο μπορούν ακόμα να βρουν το καταφύγιο, πριν
τους καταπιούν οι σκιές. Ή το φως.
Η νύχτα πέφτει αργά, απαλά. Το φεγγάρι
ανεβαίνει. Σύννεφα σαν κορδέλες
παίζουν μαζί του. Το καλύπτουν και το αποκαλύπτουν.
Η νοσταλγία σφίγγει την καρδιά. Τ’ άστρα τρεμοπαίζουν
και την καλούν. Της στέλνουν ιδέες, όνειρα. Της θυμίζουν
τις παιδικές επιθυμίες. Την γεμίζουν τύψεις
που δεν τις ακολούθησε. Ο χρόνος δεν έχει πια
σημασία – ή ίσως έχει απόλυτη σημασία.
με την εικόνα του θανάτου· του δικού της θανάτου.
Ήταν γοητευτική η εικόνα;
Ήταν αποκρουστική;
Και τα δυο, ίσως.
Είχε ζωγραφίσει το θάνατο ολόγυρά της.
Όλοι τον είχαν ζωγραφίσει για τον εαυτό τους.
Εθελοντική ταφή.
Μόνο που νόμιζαν ότι ήταν η ζωή.
Η αμφισημία των λέξεων.
Η ανοησία των ανθρώπων.
Ή η αφέλεια ίσως;
Οι λέξεις στη θέση των νοημάτων.
Τα νοήματα στη θέση των πραγμάτων.
Τα πράγματα δεν ήταν εκεί.
Είχαν μείνει μόνο οι εικόνες τους. Ζωγραφιές
στους τοίχους της φυλακής τους.
Ο ήλιος έχει μέρες να φανεί.
Τα σύννεφα επιμένουν να τον κρύβουν.
Βρέχει πολλές ώρες. Παλιότερα η βροχή ήταν
αθώα. Ήταν όμορφα να περπατάς στη βροχή.
Είχαν μια γοητεία οι ανοιξιάτικες μπόρες.
Τώρα στη διάφανη βροχή μπορεί να κρύβεται
ο θάνατος. Ποιος ξέρει τι άλλο κουβαλά μαζί της,
καθώς τρυπάει τη μολυσμένη ατμόσφαιρα;
Dementia universalis: Έφτιαξαν τόσα όπλα,
τα βελτίωσαν τόσο πολύ – συνεχώς τα βελτιώνουν –
ώστε να μπορούν να πεθάνουν με πολλούς τρόπους
και πολλές φορές. Μόλυναν τον αέρα και τα νερά, κάποιες φορές
ένιωθε ότι ήταν τυχερή που ήταν ακόμα ζωντανή.
Η γη μπορεί να μας θρέψει όλους, κι όμως
εκατομμύρια παιδιά πεθαίνουν· δεν έχουν δυνατότητα να φτάσουν
στην τροφή. Όπου δυνατότητα οφείλεις να διαβάσεις: χρήματα.
Μια κοινωνία που στήριξε την ύπαρξή της σ’ ένα εικονικό μέσο
ανταλλαγής, πόσες ελπίδες έχει να επιβιώσει;
Ο παλιός κόσμος είναι νεκρός. Ίσως πάλι κοιμάται
έναν ύπνο που μοιάζει με θάνατο περιμένοντας – μάταια; - να τον
ξυπνήσουν. Ξανά.
Κοιτάει γύρω της· υπάρχει τόση ομορφιά – ακόμα – κι όμως
έχει χάσει την ικανότητα να τη βλέπει.
Μέσα στη βιασύνη της – για ποιο πράγμα άραγε; - έχασε
τα σχήματα, τα χρώματα, τις απλές στιγμές, που κάθε λεπτό
χάνονται και λιώνουν κάτω από τις σταγόνες του χρόνου. Λες
και το εγώ είναι κάτι ξεκομμένο από τον κόσμο
ή ίσως το εγώ έχει αποκοπεί από τον ίδιο του τον εαυτό
κι ακολουθεί μια πορεία μοναχική, αναζητώντας την πηγή
που έχασε. Είχε πιστέψει – πολλοί το πίστεψαν – ότι η εικόνα
ήταν το ίδιο το πράγμα. Ότι έπρεπε να κάνει μια δουλειά, να πάρει
μια ταυτότητα - ευπρόσδεκτη για τους άλλους –, να κλείσει
τα μάτια στον κόσμο που άλλαζε σε κάτι που δεν της άρεσε.
Αφήστε με στην ησυχία μου. Λίγο ακόμα.
Αργότερα, ναι, αργότερα θα έχει χρόνο για να ζήσει.
Λίγο ακόμα πρέπει να μείνει στο σκοτεινό κόσμο που έχει
γεννηθεί ερήμην της – ή μάλλον με τη συμμετοχή ή την αδιαφορία της.
Λίγο ακόμα. Κι ας ξέρει πως αυτό τη σκοτώνει. Έγινε
συνήθεια. Ύπουλη κατάσταση. Ο νόμος της αδράνειας.
Κάποιες φορές γίνεται αφόρητο, η συνήθεια σκοτώνει. Αλλά
έχει τόση δύναμη!
Έμαθε να ζει στο καταφύγιο. Α, πολλά
τα καταφύγια… Πολλά τα καβούκια. Και ζεστά. Απατηλά ζεστά.
Κάποιες φορές την πιάνει νοσταλγία. Προπαντός
όταν ακούει ή διαβάζει ιστορίες. Για όσα χάθηκαν.
Ο φόβος την έμαθε να ζει μέσα. Η απειλή
ότι αν έβγαινε απ’ το προστατευμένο της κουκούλι την περίμενε
το άγνωστο. Και πολλοί κίνδυνοι. Φορτώθηκε πιστωτικά όρια
και πλαστές επιθυμίες. Της άρεσαν αυτά. Θα ήταν ψέμα να τ’ αρνηθεί.
Όμως την έδεσαν με ανάλαφρες αλυσίδες. Νόμιζε πως δεν την
ενοχλούσαν. Μέχρι που ένιωσε το βάρος τους. Όταν
προσπάθησε να τις σπάσει. Ήξερε κάποιους που αποφάσιζαν
να βγουν έξω. Πολλές φορές χωρίς σχέδιο. Αφήνουν
τα βήματά τους να τους οδηγήσουν. Χωρίς την καταπίεση της λογικής εκείνων
που έχουν μετατραπεί σε θλιβερά κόκκαλα και κομμάτια από κουρέλια.
Κάποιοι επιστρέφουν, όσο μπορούν ακόμα να βρουν το καταφύγιο, πριν
τους καταπιούν οι σκιές. Ή το φως.
Η νύχτα πέφτει αργά, απαλά. Το φεγγάρι
ανεβαίνει. Σύννεφα σαν κορδέλες
παίζουν μαζί του. Το καλύπτουν και το αποκαλύπτουν.
Η νοσταλγία σφίγγει την καρδιά. Τ’ άστρα τρεμοπαίζουν
και την καλούν. Της στέλνουν ιδέες, όνειρα. Της θυμίζουν
τις παιδικές επιθυμίες. Την γεμίζουν τύψεις
που δεν τις ακολούθησε. Ο χρόνος δεν έχει πια
σημασία – ή ίσως έχει απόλυτη σημασία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου