Ταξίδεψε στους τόπους της Ανατολής, όπως τους φανταζόταν πάντα όταν άκουγε τα παραμύθια της γιαγιάς της, και γνώρισε ανθρώπους που ζούσαν σε δυσπρόσιτα βουνά. Της είπαν ιστορίες και της έμαθαν πράγματα ξεχασμένα εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Της δίδαξαν πως η ζωή μπορεί να πάρει πολλές μορφές και όλες έχουν την ίδια αξία στο μεγάλο καμβά της δημιουργίας. Και ένας σοφός, που γνώρισε στο παζάρι μιας μικρής πόλης της Ινδίας, της είπε πως όλοι οι άνθρωποι κοιμούνται, μόνο που δεν το ξέρουν. «Ονειρεύονται πως υπάρχουν σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο», της είπε, «και μοχθούν και ταλαιπωρούνται προσπαθώντας να επιβιώσουν, ξεχνώντας πώς είναι να ζει κανείς. Καμιά φορά, σπάνια, υπάρχουν κάποιοι που ξυπνούν απ’ το βαθύ τους ύπνο, κοιτούν γύρω τους και αναρωτιούνται τι έκαναν τόσα χρόνια μέσα σ’ αυτή την παντομίμα».
Τα λόγια του σοφού στριφογύριζαν στο νου της κοιμισμένης κόρης όταν βρέθηκε στα όνειρα ενός έφηβου που έδειχνε δυστυχισμένος και της θύμισε τους δικούς της περιορισμούς στο σπίτι της λίμνης κι αποφάσισε να τον βοηθήσει. Κι εκείνος βρήκε διέξοδο στη ζωγραφική και η Ιζομπέλ χαιρόταν, γιατί είχε καταλάβει πως ο νεαρός ένιωθε την παρουσία της και σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη συντροφιά της έβρισκε σε κάθε πίνακά του χώρο για τη μορφή της. Ο έφηβος μεγάλωσε κι έγινε άντρας και η Ιζομπέλ συνέχισε να μπαίνει στα όνειρά του και κάποιες φορές μπορούσε να επικοινωνεί μαζί του ακόμα κι όταν εκείνος δεν κοιμόταν. Της άρεσε αυτή η ελευθερία κίνησης του πνεύματος, που αντιστάθμιζε την αδυναμία του σώματος.
Κι άρχισε κι αυτή να ονειρεύεται τον άντρα με πολλές ταυτότητες. Τον έβλεπε να περιφέρεται σε αρχαίες πολιτείες ντυμένος πολεμιστής, ή σαν σοφό γέρο ν’ αναζητά το ελιξήριο της νεότητας στο υπόγειο εργαστήρι του ανάμεσα σε δοκιμαστικούς σωλήνες και παράξενους φούρνους. Κι άλλοτε ήταν ένας μάγος που την είχε φυλακισμένη στον πύργο του και άπλωνε στα πόδια της βραχιόλια και περιδέραια με πολύτιμους λίθους για να κερδίσει την αγάπη της κι άλλοτε ένας ψαράς που της πρόσφερε όστρακα, που έκλειναν μέσα τους σπάνια μαργαριτάρια. Και κάποτε ήταν απλώς ο Οδυσσέας που ζωγράφιζε πυρετωδώς προσπαθώντας να περάσει μέσα απ’ τον καμβά και τα εκτυφλωτικά χρώματα στο χείλος του γκρεμού, απ’ όπου θα έπεφτε στη θάλασσα που δεν υπήρξε ποτέ στο γνωστό κόσμο. Κι έχοντας κλείσει τη μορφή του άντρα στο νου της, αναδιπλώθηκε γύρω του κι εκεί στον άχρονο χώρο ταξίδευε στον ωκεανό των αισθήσεων όλων των ζωντανών πλασμάτων, χορεύοντας ανάμεσα στα λουλούδια που τραγουδούν, τους φλογερούς ανέμους και τους χρωματιστούς ουρανούς.
Κι άρχισε κι αυτή να ονειρεύεται τον άντρα με πολλές ταυτότητες. Τον έβλεπε να περιφέρεται σε αρχαίες πολιτείες ντυμένος πολεμιστής, ή σαν σοφό γέρο ν’ αναζητά το ελιξήριο της νεότητας στο υπόγειο εργαστήρι του ανάμεσα σε δοκιμαστικούς σωλήνες και παράξενους φούρνους. Κι άλλοτε ήταν ένας μάγος που την είχε φυλακισμένη στον πύργο του και άπλωνε στα πόδια της βραχιόλια και περιδέραια με πολύτιμους λίθους για να κερδίσει την αγάπη της κι άλλοτε ένας ψαράς που της πρόσφερε όστρακα, που έκλειναν μέσα τους σπάνια μαργαριτάρια. Και κάποτε ήταν απλώς ο Οδυσσέας που ζωγράφιζε πυρετωδώς προσπαθώντας να περάσει μέσα απ’ τον καμβά και τα εκτυφλωτικά χρώματα στο χείλος του γκρεμού, απ’ όπου θα έπεφτε στη θάλασσα που δεν υπήρξε ποτέ στο γνωστό κόσμο. Κι έχοντας κλείσει τη μορφή του άντρα στο νου της, αναδιπλώθηκε γύρω του κι εκεί στον άχρονο χώρο ταξίδευε στον ωκεανό των αισθήσεων όλων των ζωντανών πλασμάτων, χορεύοντας ανάμεσα στα λουλούδια που τραγουδούν, τους φλογερούς ανέμους και τους χρωματιστούς ουρανούς.
{Απόσπασμα από το διήγημα: "Ο Χορός της Κοιμωμένης" από τη συλλογή διηγημάτων με τίτλο "Dejavu" της Πόπης Βερνάρδου (εκδόσεις ΥΦΟΣ, 2009)}.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου