Αυτός ήταν Ωραίος. Αυτή δεν ήταν άσχημη, αλλά η μοναξιά, και μια ζωή πιο αγκαθωτή από τα τριαντάφυλλά της, την είχαν κάνει Τέρας.
Ο Ωραίος δεν τη φοβήθηκε όπως οι άλλοι. Το Τέρας ήλπιζε πως αυτός θα μπορούσε να δει την ομορφιά που κρυβόταν κάτω από την τραχειά επιφάνεια.
Ο Ωραίος ήθελε να βλέπει την ομορφιά του να καθρεφτίζεται στα μάτια του Τέρατος.
Το Τέρας ένοιωθε ότι κάθε φορά που συναντιόνταν γινόταν και λίγο περισσότερο άνθρωπος.
Ο Ωραίος την πρόσεχε και της έκανε εκπλήξεις και γινόταν ακόμα πιο Ωραίος για χάρη της. Το Τέρας είχε αρχίσει πάλι να χαίρεται τη ζωή.
Ο Ωραίος μιλούσε για ταξίδια, καινούργια πράγματα και περιπέτειες. Το Τέρας πίστευε πως θα τις ζούσαν μαζί.
Ο Ωραίος χαιρόταν να βλέπει την ελπίδα στα μάτια του Τέρατος.
Το Τέρας ήλπιζε ότι, με τη βοήθεια του Ωραίου, θα άφηνε πίσω την κούραση και την ασχήμια της σαν άδειο κουκούλι, και θα ξαναγεννιόταν, εξαγνισμένη, ωραία και δυνατή.
Ο Ωραίος ήθελε να βλέπει τη λατρεία στα μάτια του Τέρατος.
Το Τέρας περίμενε ν’ ακούσει τις μαγικές λέξεις ‘Τέρας σας αγαπώ!’ που θα την έκαναν πάλι άνθρωπο.
Ο Ωραίος δεν θα τις έλεγε ποτέ, αλλά το Τέρας δεν το ήξερε αυτό. Πίστευε ότι κάθε τους συνάντηση την έφερνε όλο και πιο κοντά στις πολυπόθητες λέξεις.
Ο Ωραίος βαρέθηκε να βλέπει την ομορφιά του σ’ αυτό το θαμπό καθρέφτη. Της είπε ότι είναι πολύ κουρασμένη για να τον ακολουθήσει στα ταξίδια του, μα θα μπορούσαν να μείνουν φίλοι. Το Τέρας κατάρρευσε, έκλαψε και παρακάλεσε.
Ο Ωραίος χάρηκε που είδε την ελπίδα να σβήνει στα μάτια του Τέρατος.
Το Τέρας έχασε κάθε ελπίδα να ξαναγίνει άνθρωπος. Η μοναξιά την ξανάπιασε στ’ αγκάθια της, και κανείς δεν ξέρει τι της συνέβη μετά.
Ο Ωραίος ταξιδεύει και ταξιδεύει, ψάχνοντας συνεχώς καινούργιους καθρέφτες.
09-06-07
The Beau and the Beast
He was the Beau. She was not ugly, but loneliness, and a life more thorny than her roses, had made her a Beast.
The Beau wasn’t afraid of her like the others. The Beast hopped that he would be able to see the hidden beauty beneath the rough surface.
The Beau wanted to look at his beauty mirrored on Beast’s eyes.
The Beast was feeling that, every time they met, she was becoming a little more human.
The Beau cared about her and made her surprises and made himself even more beautiful for her. The Beast had started to enjoy the life again.
The Beau talked about travels, new things and adventures. The Beast believed that they would live them together.
The Beau was pleased to see the hope in Beast’s eyes.
The Beast hopped that, with Beau’s help, she would leave back her fatigue and ugliness like an empty cocoon and be reborn, expurgated, strong and beautiful.
The Beau wanted to see the worship in Beast’s eyes.
The Beast was waiting to hear the enchanted words ‘Beast, I love you!’ which would make her human again.
The Beau would never utter these words, but the Beast didn’t know it. She believed that every one of their meetings brought her nearer to the coveted words.
The Beau grew bored seeing his beauty on this tarnished mirror. He told her that she is too tired to follow him at his travels, but they could still remain friends. The Beast broke down, sobbed and begged.
The Beau was pleased to see the hope whipped off of Beast’s eyes.
The Beast lost every hope to become human again. Loneliness caught her back on its thorns, and nobody knows whatever happened to her afterwards.
The Beau travels and travels, seeking continually new mirrors.
*Το παραπάνω διήγημα το έγραψε η φίλη μου (και μέλος της ΑΛΕΦ) Μαρία Πέτρου. Η συγγραφέας έκανε και την αγγλική του μετάφραση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου