Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2008

η Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο



(Ινδιάνικο παραμύθι)

Συνάντησα την Καταλίνα Μοράλες στο σπίτι της στην Καμπόρκα της Πολιτείας Σονόρα του Μεξικού. Ήταν λίγο μετά το μεσημέρι. Η Καταλίνα Μοράλες, που είχε το ινδιάνικο όνομα Κόκκινη Αρκούδα, ζούσε απομονωμένη έξω απ’ την πόλη, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας που κάποτε είχαν πέσει πάνω της. Ο ήλιος και ο αέρας απ’ την έρημο είχαν ξεράνει τα φυτά που υπήρχαν σ’ ένα μικρό παρτέρι μπροστά απ’ το σπίτι. Ο μύθος που είχα πλάσει για το πρόσωπό της θάμπωσε και σχεδόν θρυμματίστηκε όταν την αντίκρισα. Είχαν περάσει βέβαια επτά δεκαετίες από την ημέρα που εμφανίστηκε από το πουθενά στο πλευρό του Ντιέγκο Μοράλες για να μιλήσει για τη Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο, όμως δεν μπορούσα να πιστέψω πως μια γυναίκα, για την ομορφιά της οποίας είχαν γραφτεί ύμνοι, μπορούσε να έχει εξελιχθεί σε μια άσχημη γριά. Στην αρχή σκέφτηκα ότι μπήκα σε λάθος σπίτι, μα εκείνη βιάστηκε να βεβαιώσει την ταυτότητά της.
«Είμαι η Καταλίνα, δεν ξέρω πως με είχατε φανταστεί. Μη ντρέπεστε, φαίνεται η απορία στο βλέμμα σας. Εγώ δεν έχω παράπονα από την εμφάνισή μου. Έζησα τόσο έντονα και διασκέδασα τόσο πολύ. Τα έκανα όλα, νομίζω. Χόρτασα τη ζωή και δε μου λείπει τίποτα πια».
Η φωνή της ήταν απαλή και ζεστή και είχε κάτι παιχνιδιάρικο. Αν έκλεινες τα μάτια θα μπορούσε να σε ξεγελάσει και να πιστέψεις πως μιλούσε μια πολύ νέα γυναίκα. Ήταν εντυπωσιακό το πώς μια τόσο νεανική φωνή έβγαινε από ένα τόσο γέρικο σώμα. Αυτή η φωνή και η λάμψη των πράσινων ματιών ήταν τα μόνα στοιχεία που πρέπει να διατηρούσε απ’ τα νιάτα της. Το πρόσωπό της ήταν γεμάτο ρυτίδες, τα μαλλιά της κάτασπρα και λυτά κομμένα σε διαφορετικά μήκη και αχτένιστα. Φορούσε ένα μακρύ μπλε φόρεμα με κοντά μανίκια που άφηνε να φανούν τα ζαρωμένα χέρια της με τις καφετιές κηλίδες. Είχε καμπουριάσει και στηριζόταν σ’ ένα μπαστούνι. Μου έκανε νόημα να περάσω και την ακολούθησα σ’ ένα μισοφωτισμένο σαλόνι με κόκκινους καναπέδες κι ένα χαμηλό τραπέζι. «Αληθινή μάγισσα», σκέφτηκα.
Την προσοχή μου τράβηξε ένας μεγάλος πίνακας με μια ξεφτισμένη χρυσή κορνίζα που δέσποζε στον τοίχο. Απεικόνιζε μια γυναίκα με μακριά κόκκινα μαλλιά που έπεφταν κυματιστά στους ώμους της, ντυμένη με μαύρα πέπλα που άφηναν να διαγράφεται ένα κορμί με πλούσιες καμπύλες. Ήταν μισοξαπλωμένη σ’ έναν καναπέ και την τριγύριζαν κόκκοι κόκκινης σκόνης. Τα μάτια της κοιτούσαν με αυθάδεια και έλαμπαν με πράσινες ανταύγειες. Κατάλαβα πως ήταν η Καταλίνα, την αναγνώρισα απ’ το βλέμμα που διατηρούσε ακόμα την αλλοτινή ομορφιά. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από την καλλονή που μου είχε κόψει την ανάσα. Ακόμα κι αν είχα κάνει άδικα το ταξίδι κι επέστρεφα χωρίς αποτέλεσμα, χαιρόμουν μόνο επειδή είχα θαυμάσει την ομορφιά μιας θρυλικής γυναίκας. Πλησίασα περισσότερο τον πίνακα, προσπαθώντας να διαβάσω την υπογραφή. «Είναι από τον Ντιέγκο», ψιθύρισε η Καταλίνα και μ’ έβγαλε απ’ την ονειροπόληση.
Κάθισα στη βελούδινη πολυθρόνα που μου υπόδειξε. Η Καταλίνα πήγε να ετοιμάσει καφέ, «.... εκτός αν θέλετε να φάτε κάτι. Εγώ δεν τρώω πολύ τα τελευταία χρόνια. Τα γεράματα κόβουν την όρεξη...» είπε σχεδόν γελώντας.
Έμεινα μόνος να παρατηρώ το μελαγχολικό δωμάτιο. Οι βαριές κουρτίνες, που είχαν χάσει το καφέ χρώμα τους και ήταν ξεφτισμένες, εμπόδιζαν το φως του ήλιου να μπει στο δωμάτιο. Η μυρωδιά της κλεισούρας έδειχνε ότι η ιδιοκτήτρια του σπιτιού απόφευγε ν’ ανοίξει τα παράθυρα και ν’ αφήσει τον ήλιο να λούσει με τη ζεστασιά του τα παλιά έπιπλα. Μια βιβλιοθήκη έπιανε όλο τον τοίχο απέναντι απ’ το μεγάλο πίνακα. Ένα φωτιστικό δαπέδου έριχνε ένα απαλό χρυσαφένιο φως.
Η Καταλίνα σέρβιρε τον καφέ κι έβαλε ένα πιάτο με μπισκότα πάνω στο τραπέζι. Ύστερα βολεύτηκε πάνω στον καναπέ και άρχισε να μασουλάει ένα μπισκότο με σοκολάτα. Είδα κόκκους κόκκινης σκόνης να στροβιλίζονται γύρω απ’ τα πόδια της. Πήρα τα μάτια μου από κει. Δεν ήθελα να πέσω θύμα μιας υποβολής και να ξεχάσω το σκοπό για τον οποίο είχα έρθει.
Ο Τζον Τέιλορ, ο εκδότης του περιοδικού στο οποίο εργάζομαι, είχε ανακαλύψει πως η Κόκκινη Αρκούδα ήταν ακόμα στη ζωή και έμενε σε τούτη τη γωνιά του Μεξικού• και απόσπασε την υπόσχεσή της να δώσει μια συνέντευξη στα πλαίσια ενός αφιερώματος για τις μάγισσες του εικοστού αιώνα. Πριν ξεκινήσω είχα διαβάσει το βιβλίο του Ντιέγκο Μοράλες γι αυτήν και το μυστήριο που την περιέβαλε, που είχε κυρίως σχέση με την υποτιθέμενη μαγική γέννησή της. Μια Ινδιάνα με κόκκινα μαλλιά και πράσινα μάτια. Με διασκέδαζε η ιδέα ότι είχα εισχωρήσει σε ένα κόσμο απαγορευμένο, τον οποίο είναι αλήθεια πως δεν έπαιρνα πολύ στα σοβαρά.
Ήταν ένα ζεστό και υγρό απόγευμα του Ιουνίου του 1988, απ’ έξω ακουγόταν το μονότονο τραγούδι ενός γρύλου, ενώ εγώ προσπαθούσα να μαντέψω τη ζωή της μυστηριώδους Κόκκινης Αρκούδας πλάι σ’ ένα εξίσου μυστηριώδη άντρα. Ο Ντιέγκο Μοράλες ήταν ένα φτωχός μετανάστης από το Μεξικό, που κόντεψε να πεθάνει διασχίζοντας το Μονοπάτι του Διαβόλου σε αναζήτηση καλύτερης τύχης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έζησε κάποιους μήνες στη σπηλιά της Βροχής που Τραγουδάει στον Άνεμο και μετά γύρισε στο χωριό του στη Σονόρα, έχοντας μαζί του ένα μωρό, την Καταλίνα. Στην αρχή την παρουσίασε σαν κόρη του, το κορίτσι που γέννησε η Μαρία, η γυναίκα του, λίγο πριν πεθάνει στην έρημο. Όταν όλοι άρχισαν να συζητούν τα κόκκινα μαλλιά της μικρής, ο Ντιέγκο την πήρε και εγκαταστάθηκε στην Καλιφόρνια. Η Καταλίνα μεγάλωνε κι έγινε ερωμένη του Ντιέγκο. Ήταν ατίθαση, εκκεντρική και η ομορφιά της αναστάτωνε τους γύρω της. Οι γείτονες άρχισαν να κουτσομπολεύουν το περίεργο ζευγάρι, τα ξέφρενα πάρτι, τους σκηνοθέτες και τους ηθοποιούς που σύχναζαν στο χαρούμενο σπίτι, την κόκκινη ομίχλη που εμφανιζόταν κάποιες νύχτες χωρίς φεγγάρι, τα φώτα που έλαμπαν χωρίς να είναι ορατή η πηγή τους.
Κι ύστερα ο Ντιέγκο κατηγορήθηκε για μια σειρά εξαφανίσεων νέων ανθρώπων. Είχαν μπει στο σπίτι του ζευγαριού και κανείς δεν τους ξαναείδε. Όταν το θέμα άρχισε να παίρνει διαστάσεις εξαφανίστηκε και η Καταλίνα με τον Ντιέγκο. Ειπώθηκε πως έφυγαν για το εξωτερικό και μόνο μετά από σαράντα χρόνια η Καταλίνα εμφανίστηκε μόνη στη Σονόρα. Βέβαια εγώ πίστευα ότι όλα ήταν καλυμμένα με μια απατηλή αχλή και η σημασία τους είχε διογκωθεί από το μυστήριο και τη γοητεία που τα κάλυπτε.
Η Καταλίνα διέκοψε τη σιωπή. «Όταν ήμουν μικρή ήξερα κάποια πράγματα για τη μητέρα μου, δεν πίστευα όλα όσα έλεγαν για τον πατέρα μου, θυμόμουν αρκετά από τη ζωή αλλού, πέρα από το σύνορο». Δεν έφερε αντίρρηση όταν πάτησα το πλήκτρο εγγραφής στο κασετόφωνό μου. Συνέχισε να μιλά:
«Η Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο κατέβηκε τρέχοντας την πλαγιά. Είχε χάσει από ώρα το άλογό της. Ήταν ολομόναχη στην έρημο. Και είχε συνεχώς την εντύπωση ότι κάποιος την ακολουθούσε. Πότε ένιωθε την παρουσία μπροστά της, να της ανοίγει το δρόμο και πότε πίσω της να ακολουθεί ακούραστα τα βήματά της. Ήξερε πως τα φανταζόταν αυτά, ήταν ο νυχτερινός άνεμος που την ξεγελούσε, αλλά η σκέψη αυτή δεν έδιωχνε την αύρα του αόρατου συντρόφου.
»Η νύχτα έπεφτε γρήγορα και ο αέρας λυσσομανούσε. Αυτό της έδινε κουράγιο. Δε θα την έβρισκαν μια τόσο άγρια νύχτα, ειδικά αν ξεσπούσε η καταιγίδα που εδώ και ώρα είχε δώσει τα σημάδια της. Μια αστραπή έσκισε τη σκοτεινιά και μπροστά στο κορίτσι άνοιξε τα σωθικά της μια σπηλιά. Έσφιξε στα δόντια το μαχαίρι της και παραμέρισε τα κλαδιά που έφραζαν την είσοδο. Την επόμενη στιγμή ξέσπασε μια δυνατή μπόρα, αρκετά ασυνήθιστη γι αυτά τα μέρη. Το κορίτσι μόλις που πρόλαβε να συρθεί στο καταφύγιο. Οι υδάτινες κουρτίνες δεν την άφηναν να δει έξω.
»Σκέφτηκε πως τα ίχνη της είχαν σβήσει χωρίς καν να προσπαθήσει. Βρήκε ξύλα και άναψε φωτιά και μάζεψε φύλλα από κάτω κι έφτιαξε το προσκεφάλι της. Κοίταξε γύρω της και επικαλέστηκε το πνεύμα των προγόνων. Ο φόβος πέταξε μακριά της. Η οργή τον διαδέχτηκε. Όλοι είχαν πεθάνει.
»Δάκρυα έτρεξαν για πρώτη φορά από την ώρα της συμφοράς στα μάτια της. Η φυλή της είχε αφανιστεί, οι αγαπημένοι της είχαν χαθεί εκείνο το μεσημέρι. Τι θα έκανε μόνη; Χωρίς γονείς, συγγενείς, φίλους;
»Θυμήθηκε πάλι εκείνο το περίεργο αίσθημα σε όλη τη διάρκεια της σφαγής και στο δρόμο για να ξεφύγει. Ήταν μια παρουσία, ένα αόρατο χέρι που είχε απλωθεί σε όλη την έκταση του καταυλισμού και ανάσαινε στη θέση των νεκρών, γιγαντωνόταν με τις κραυγές και το αίμα. Και αναδύθηκε στο νου της η εικόνα του μαυροντυμένου άντρα που περιφερόταν άτρωτος από κάθε όπλο στο πεδίο της μάχης. Εκείνες τις ώρες του φονικού δεν είχε προλάβει να επεξεργαστεί στο μυαλό της το ρόλο και την ταυτότητά του. Τώρα που τον σκεφτόταν έμοιαζε τόσο παράταιρος με όλους και ταυτόχρονα τόσο ταιριαστός στο εφιαλτικό περιβάλλον. Σχεδόν εξαϋλωμένος, με κόκκινα σα φλόγα μαλλιά και μαύρα ρούχα ν’ ανεμίζουν, έσκυβε πάνω από εκείνους που πέθαιναν μέσα στον παραλογισμό της σφαγής. Κι ήταν εκείνος που ψιθύρισε κάτι στο αυτί ενός αλόγου κι εκείνο τυλίχτηκε σε μια κόκκινη ομίχλη και πρόθυμα έτρεξε στη Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο. Το κορίτσι σκαρφάλωσε πάνω στ’ άλογο και βγήκε απ’ τον καταυλισμό, χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Η κόκκινη ομίχλη τύλιγε άλογο και καβαλάρισσα.
»Η Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο θυμόταν και ο άνεμος τής ψιθύριζε λόγια παρηγοριάς και σε λίγο άρχισε να τη νανουρίζει. Τα βλέφαρά της βάρυναν. Μια αστραπή καταύγασε το τοπίο και το κορίτσι θυμήθηκε τα λόγια που είχε πει στη Μαύρη Ανεμώνη. “Μ’ αρέσει να ακούω τον άνεμο να μου μιλά. Νομίζω πως καταλαβαίνω τι μου λέει”. Η Μαύρη Ανεμώνη είχε πέσει νεκρή μπροστά στα πόδια της απ’ το όπλο ενός χλωμοπρόσωπου.
»Τυλίχτηκε ακόμα πιο σφιχτά με το σάλι της. Αφέθηκε στο τραγούδι του ανέμου, καθώς παρατηρούσε τις φλόγες να δυναμώνουν και ν’ απλώνουν τη ζεστασιά τους. Λυγμοί συντάραξαν το κορμί της γιατί ανάμεσα στις σκιές που χόρευαν στα τοιχώματα της σπηλιάς αναγνώρισε τις σιλουέτες ανθρώπων της φυλής της. Η Παρδαλή Αλεπού, το Μαύρο Σύννεφο, το Πρωινό Αστέρι. Παρατηρούσε και ένιωθε το σώμα της να χαλαρώνει από την ένταση της ημέρας. Κρατούσε με το ζόρι ανοιχτά τα βλέφαρά της για να μη χάσει το χορό της φωτιάς απ’ τα μάτια της. Μια κόκκινη ομίχλη άρχισε να διαχέεται ολόγυρα. Τότε τον είδε! Ο άντρας με τα κόκκινα μαλλιά βγήκε απ’ τις σκιές και την πλησίασε.
»Έκανε να σηκωθεί, αλλά μια ακατανίκητη δύναμη την κράτησε στο πρόχειρο στρώμα. Εκείνος της μίλησε: “Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο. Όλοι χάθηκαν...”. Η φωνή του ερχόταν από μακριά. Τα μάτια του ήταν σκοτεινά.
»Την κοίταξε ανέκφραστα και πρόσθεσε. “Κοιμήσου τώρα. Το πρωί θα έχεις ανακτήσει τις δυνάμεις σου”. Η κόκκινη ομίχλη χάθηκε μαζί του.
»Όταν ξύπνησε η Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο ήταν μόνη. Βγήκε από το σπηλιά και την τύφλωσε το φως της ημέρας και το αφιλόξενο τοπίο της ερήμου της σιωπής. Ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται. Ήξερε πως κανείς δε ζούσε στην έρημο για καιρό.
»Περπάτησε αρκετή ώρα και μαγεύτηκε από την αντίφαση ανάμεσα στην ερημιά του τοπίου και τη ζωντάνια των πλασμάτων που ανήκαν στο χώρο αυτό. Το μεσημέρι γύρισε στο καταφύγιό της και βρήκε τη φωτιά αναμμένη. Η κόκκινη ομίχλη στροβιλιζόταν στα τοιχώματα. Ο χώρος ζεστός και φιλόξενος την περίμενε.

»Έφαγε τις ρίζες που είχε βρει νωρίτερα και ήπιε το ελάχιστο νερό που είχε απομείνει στο φλασκί της. Ξαναβγήκε το απόγευμα σε αναζήτηση τροφής. Πώς θα ζούσε μόνη; Όταν επέστρεψε στη σπηλιά διαπίστωσε με έκπληξη ότι δεν πεινούσε, δε διψούσε, δεν ένιωθε αδυναμία.
»Τη νύχτα άκουγε τα κογιότ, έβλεπε τα γυαλιστερά ερπετά, μύριζε τα αλλόκοτα φυτά της ερήμου. Η Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο είχε μάθει πως η έρημος δεν ήταν για τους ανθρώπους. Τα κογιότ και οι ιαγούαροι, οι κροταλίες και τα ελάφια κυριαρχούσαν πάντα εδώ, μα οι άνθρωποι δεν κατάφεραν ποτέ να νικήσουν την καυτή πέτρα, τις αχανείς κοιλάδες, το θάνατο που τους καλούσε αν τολμούσαν να περάσουν τα γρανιτένια βουνά. Τα φυτά της ερήμου, ποικίλα και μοναχικά, περιμένουν να ρουφήξουν την ανάσα των αφρόνων και ο άνεμος φυσά συνομιλώντας με το φεγγάρι και τα κογιότ, φέρνοντας νέα από άλλες περιοχές, μεταφέροντας τις ανάσες των ζώων σε άλλες ερήμους, σε δάση, σε πεδιάδες.
»“Θα μείνω”, έλεγε πεισματάρικα, καθώς ένιωθε την ερημιά ολόγυρα να αντιπροσωπεύει την ερημιά μέσα της.
»Πέρασαν βδομάδες. Η Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο περιφερόταν στο απέραντο τοπίο που θεωρούσε πια δική της γη, μα πάντα επέστρεφε στο φιλόξενο καταφύγιο κι ένιωθε να γεμίζει ενέργεια, να ζωντανεύει και να ανανεώνεται κάθε σπιθαμή του κορμιού της. Ήξερε πως γι αυτό φρόντιζε η κόκκινη ομίχλη που είχε γίνει αχώριστη σύντροφός της. Και της έδινε ιδέες, της υπόβαλε σκέψεις, της έδειχνε τη δύναμη. Άρχισε να αναρωτιέται αν είχε πάψει να είναι άνθρωπος. Έγινε φίλη με τον ιαγούαρο και το κογιότ, τα φίδια και τις σαύρες.
»Μιλούσε στο φεγγάρι και εκείνο της υποσχόταν προστασία. Ρωτούσε τον άνεμο κι εκείνος της αποκάλυπτε τον τρόπο. Κι έβλεπε όνειρα για τον μαυροντυμένο άντρα που περιφερόταν ανάμεσα στους ετοιμοθάνατους, την τελευταία ημέρα που η Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο είχε δει ανθρώπους.
»Μια μέρα τον είδε να στέκεται στην είσοδο της σπηλιάς. Πρόσεξε τα μάτια του που έλαμπαν με ένα βαθύ πράσινο χρώμα. Ο άνεμος έπαιζε με τα μακριά κόκκινα μαλλιά του. Η κόκκινη ομίχλη στροβιλιζόταν γύρω απ’ τα πόδια του».
Με κοίταξε με τα υγρά, φωτεινά, πράσινα μάτια της. Η Καταλίνα ήξερε πράγματι να δημιουργεί δραματική ατμόσφαιρα. Θυμήθηκα πως είχε παίξει και σε μια δυο περιθωριακές ταινίες με αποκρυφιστικό περιεχόμενο.
Αποφάσισα πως θα άρχιζε το άρθρο μου: Λένε πως η Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο στοιχειώνει την έρημο της σιωπής και μπορείς να ακούσεις το μουρμουρητό της, καθώς διαβαίνεις τις αχανείς εκτάσεις.
Κι όμως, δεν υπήρχε καμιά απόδειξη ότι η Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο είχε υπάρξει ποτέ. Μόνο το βιβλίο του Ντιέγκο και η μαρτυρία της Καταλίνα. Δηλαδή ουσιαστικά τίποτα. Κάθε λογικός άνθρωπος θα κατέληγε στο συμπέρασμα πως ο Ντιέγκο ήταν ο πατέρας της Καταλίνα και απλώς το έκρυβαν, γιατί βέβαια όλοι γνώριζαν ότι ήταν εραστές.
Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα πραγματικά για τη μαγεία, ούτε πίστευα πως οι μάγοι θα μπορούσαν να επιτύχουν εντυπωσιακά αποτελέσματα χωρίς τη χρήση της υποβολής. Αυτή την υποβολή πρέπει να χρησιμοποιούσαν και η Καταλίνα με τον Ντιέγκο. Μπορεί να μελετούσα παρόμοια θέματα λόγω της θέσης μου στο περιοδικό «Φαινόμενα», μα κρατούσα πάντα μια κριτική και σκεπτικιστική στάση και θεωρούσα αρκετά αφελείς τους αναγνώστες που έπαιρναν κατά γράμμα όσα διάβαζαν. Όμως τις σκέψεις μου έπρεπε να τις κρατώ για τον εαυτό μου.
Και ξαφνικά θυμήθηκα ένα απόσπασμα απ’ το βιβλίο του Ντιέγκο Μοράλες στο οποίο μιλούσε για οντότητες, πνεύματα όπως έχουμε συνηθίσει να τα λέμε, που προσπαθούν να αναλάβουν τον έλεγχο του ατόμου και κατά κανόνα υπερισχύει αυτό που είναι η βασική οντότητα και σ’ αυτήν οφείλει το άτομο την προσωπικότητά του. Οι άλλες είναι δευτερεύουσες και συνήθως βρίσκονται σε ύπνωση, αδρανείς, καθοδηγούμενες και σε αρμονία με την πρώτη. Αυτό είναι ευτύχημα, έγραφε, γιατί μπορούμε να δούμε τι συμβαίνει όταν περισσότερες οντότητες είναι εν ενεργεία και μάχονται για τον έλεγχο του σώματος και του νου. Τότε έχουμε τα φαινόμενα της σχιζοφρένειας ή πολλαπλής προσωπικότητας, τη δαιμονική κατάληψη, την απώλεια της συνείδησης.
Κι εκείνη, λες και διάβασε τις σκέψεις μου, μίλησε:
«Εκεί στην έρημο η Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο απελευθέρωσε μια τέτοια δύναμη. Μέσα στη μοναξιά της έδωσε την ελευθερία του στο δαίμονα του ανέμου που κατοικούσε μέσα της, στη δύναμη της φύσης που άλλοτε ξεραίνει και καταστρέφει, άλλοτε δίνει ζωή και ευεργετεί. Και ο δαίμονας πήρε την ανθρώπινη μορφή και ενώθηκε μαζί της και μετά... Μετά γεννήθηκα εγώ. Βλέπεις, η Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο έζησε μακριά απ’ τους ανθρώπους, η μόνη της επικοινωνία ήταν με τη φύση γύρω της και εκείνη της γνώρισε τα μυστικά της και της έδειξε πως να απελευθερωθεί από τα δεσμά της ψευδαίσθησης. Υπάρχουν δυνάμεις κλεισμένες μέσα στις ψυχές μας και χρειάζεται ένα ιδιαίτερο ερέθισμα για την αφύπνισή τους. Έχουμε άγνωστες ικανότητες και η αποκάλυψή τους οδηγεί στην απελευθέρωση των δαιμόνων για τους οποίους μιλούν όλες οι θρησκείες. Το πεδίο της μάχης είναι η ανθρώπινη ψυχή, δεν υπάρχουν δαίμονες, πέρα από εκείνους που οι ίδιοι τρέφουμε.
»Έτσι γεννήθηκα, λοιπόν. Η Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο δεν έζησε πολύ, πέθανε λίγες ώρες μετά τη γέννησή μου, αλλά ο νους της ήταν πάντα γεμάτος με σκέψεις για γκρέμισμα κάθε περιορισμού. Τόσο αθώα και ταυτόχρονα τολμηρή.
»Όσο για το Ντιέγκο.... Έζησε και πέθανε παραγνωρισμένος, όπως κάθε σπουδαίος άνθρωπος. Τον θαύμαζα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Με εντυπωσίαζε η προσωπικότητά του, οι τρόποι του. Ήξερε πώς να γοητεύει τις γυναίκες. Διέθετε μια αστείρευτη όρεξη για μάθηση, έψαχνε συνεχώς τρόπους να διευρύνει τους ορίζοντές του, δεν είχε αναστολές. Είχα γίνει ερωμένη του και περνούσα καλά μαζί του και κάναμε τόσα... εννοώ... ασυνήθιστα πράγματα. Οι γείτονες είχαν παραπονεθεί, ξέρεις, για τους θορύβους κι όλα αυτά. Βέβαια, ενοχλήθηκαν πολύ με τις εξαφανίσεις. Πόσο υπερβολικοί γίνονται συχνά οι άνθρωποι. Δεν έχουν την αίσθηση του μέτρου. Δημιούργησαν θέμα με κάποιους που χάθηκαν. Έγινε ποτέ τέτοιος θόρυβος για τη σφαγή της φυλής μου;»
Δάγκωσα επιφυλακτικά ένα μπισκότο για να διαπιστώσω ότι, αντίθετα με όσα υποδείκνυε η παρακμή γύρω μου, αυτό ήταν φρέσκο και γευστικό. Η κόκκινη ομίχλη απλωνόταν μπροστά από τη βιβλιοθήκη. Αναρωτήθηκα πού είχε κρύψει η Καταλίνα το μηχάνημα που δημιουργούσε αυτό το εφέ. Εκείνη άρχισε να μιλά για τη μέρα που σημάδεψε τη ζωή του Ντιέγκο:
«Ο Ντιέγκο ένιωθε τη ζωή να φεύγει από μέσα του. Κατάλαβε πως δε θα έφτανε ποτέ στα σύνορα. Η Μαρία και ο Ροντρίγκεζ είχαν πεθάνει πριν δυο μέρες. Η γυναίκα του και ο αδελφός του. Τα νεκρά σώματα είχαν γίνει βορά στα όρνεα. Αυτή θα ήταν και η δική του μοίρα. Οι τρεις τους είχαν ξεκινήσει από το χωριό τους στο Μεξικό με την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή στη Γιούμα. Κι έμελλε οι τελευταίες εικόνες τους να είναι αυτές του θανάτου και της ερημιάς.
»Τα χείλη του ήταν πρησμένα από τη δίψα, τα χέρια και τα πόδια του πληγωμένα, τα ρούχα του κουρελιασμένα. Στα μάτια του έρχονταν συνέχεια εικόνες από την αργή πορεία της γυναίκας του προς το θάνατο. Πριν πεθάνει είχε χάσει το μωρό που είχε στα σπλάχνα της. Αλλά τι σημασία είχαν όλα αυτά πια; Τι ανοησία να τολμήσουν αυτή την πορεία του θανάτου και μάλιστα με τη γυναίκα του έγκυο..
»Σερνόταν και παρακαλούσε να πεθάνει χωρίς να υποφέρει άλλο. Ένιωθε την έρημο να ζωντανεύει γύρω του. Οι κάκτοι λες και τον κοιτούσαν. Βρέθηκε μπροστά σ’ ένα κρατήρα που του έκοβε την ανάσα. Οι βράχοι και τα κομμάτια λάβας, η απεραντοσύνη, το κυρίαρχο μπεζ της φύσης, όλα τον έκαναν να νιώθει πως ήταν μόνος του στον κόσμο, ο τελευταίος άνθρωπος στη γη.
»Κοίταξε την άβυσσο μπροστά του. Αν απλώς αφηνόταν να πέσει στο κενό; Αν πήγαινε γρήγορα προς το τέλος του; Μια στιγμή δισταγμού και ο νυχτερινός άνεμος άρχισε να φυσά. Κάποιο κογιότ ούρλιαζε στο γεμάτο φεγγάρι. Ο Ντιέγκο τράβηξε τα μάτια του από το βάραθρο, γιατί νόμισε πως κάτι του έλεγε ο άνεμος. Δίπλα του είδε ένα βράχο. Ακούμπησε πάνω του και κοίταξε τον ουρανό. Είχε την αίσθηση πως άκουγε τις τροχιές των άστρων, που ποτέ άλλοτε δεν ήσαν τόσα πολλά και λαμπερά, και νόμισε πως τον καλούσαν.


»Κοίταξε το βράχο και είδε τη σπηλιά. Μια λωρίδα κόκκινης ομίχλης έβγαινε από μέσα της.
»Σκέφτηκε πως προτιμούσε να αφήσει την τελευταία πνοή του εκεί μέσα, στις σκιές, κρυμμένος απ’ τα μάτια τ’ ουρανού. Μόλις σύρθηκε μέσα από το άνοιγμα της σπηλιάς, λιποθύμησε.
»Ξύπνησε από το τριζοβόλημα της φωτιάς. Ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα αναπαυτικό στρώμα από φύλλα. Πονούσε. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Με θολό από τον πόνο βλέμμα είδε μια νεαρή Ινδιάνα να στέκεται μπρος του. Ήταν μικρή, γύρω στα δεκαεπτά. Και ήταν έγκυος. Κοίταξε μέσα στη φωτιά και ξαφνιάστηκε όταν είδε τις φλόγες να παίρνουν ανθρώπινες μορφές και να χορεύουν ξέφρενα».
Στο διάβα των χρόνων είχαν εμφανιστεί διάφοροι, γραφικοί συνήθως, που ισχυρίστηκαν ότι είχαν βρει τη σπηλιά της μάγισσας. Αλλά η έρημος είχε πολλά σπήλαια και δεν υπήρχε καμιά ένδειξη ότι κάποιο απ’ αυτά είχε φιλοξενήσει τη Βροχή που Τραγουδάει στον Άνεμο. Άλλωστε, γιατί να πιστέψει κανείς πως υπήρξε ποτέ Ινδιάνα μ’ αυτό το όνομα; Κι εγώ συνέχιζα να βλέπω την κόκκινη ομίχλη, αλλά αρνιόμουν να πιστέψω στη μαγεία της Καταλίνα.
«Γιατί με τόσες ικανότητες, αν... Γιατί, ε, δεν έμεινες νέα;» τόλμησα την ερώτηση. Αν η γέννησή της ήταν μαγική θα γερνούσε έτσι; Η Καταλίνα έβαλε τα γέλια.
«Γιατί γέρασα, ε; Πες το καθαρά. Η κόρη του δαίμονα γερνάει; Οι γυναίκες τρελαίνονται για να μείνουν νέες. Όμως εμένα δε με ένοιαξε ποτέ, ακριβώς επειδή μπορούσα να το κάνω. Γι αυτό και αρνήθηκα αυτό που ήταν εύκολο, ένα παιχνίδι. Επέλεξα διαφορετικά». Τα πράσινα μάτια παιχνίδιζαν πονηρά. «Όμως, επιμένεις στις αποδείξεις, κ. Πάλμερ. Εγώ δε σου ζητώ απόδειξη αν είσαι δημοσιογράφος, ούτε καν αν υπάρχεις. Πάρε λοιπόν τις αποδείξεις σου».
Άρχισε να μουρμουρίζει ένα τραγούδι. Δεν καταλάβαινα τη γλώσσα. Πρέπει να ήταν κάποια ινδιάνικη διάλεκτος. Σκέφτηκα πως το πιο πιθανό ήταν να είχε τρελαθεί από την πίστη και τις παράξενες ασχολίες της. Το άρθρο μου όμως θα γινόταν πολύ καλό. Στο κάτω κάτω ποιον ένοιαζε η αλήθεια; Η κόκκινη ομίχλη φιδογύριζε στα πόδια μου. Προσπάθησα να σηκωθώ, αλλά ένα μούδιασμα είχε απλωθεί σ’ όλο μου το σώμα.
Η Καταλίνα σταμάτησε απότομα το τραγούδι και σηκώθηκε αργά από τον καναπέ. Άφησε να της ξεφύγει ένα σιγανό γέλιο.
«Τις νύχτες, όταν η σελήνη μού χαμογελά θλιμμένα και κρύβεται πίσω απ’ τα ποικιλόμορφα σύννεφα, σκέφτομαι τα μαύρα μάτια του Ντιέγκο, όπως έλαμπαν τις άγριες νύχτες των διασκεδάσεών μας. Τον συναντώ στις ερημιές, νιώθω το σκοτεινό βλέμμα του να με καρφώνει και τη θλίψη της μοναξιάς να φεύγει μακριά. Και τότε έχω ένα έντονο αίσθημα ασφάλειας, γιατί ο Ντιέγκο είναι κοντά μου αθέατος και δε με άφησε ποτέ. Ζω μέσα σ’ ένα αλλόκοτο τούνελ, κ. Πάλμερ. Πατάω ταυτόχρονα σε δυο κόσμους. Ενώ εσύ...»
Η κόκκινη ομίχλη άρχισε να γίνεται ρευστή. Μετατράπηκε σε αίμα που κυλούσε απ’ τους τοίχους και διέσχιζε το δωμάτιο περνώντας κάτω απ’ τα έπιπλα. Αίμα που έπαιρνε μορφή, σχήμα, μεταμορφωνόταν σε μωρά, παιδιά, άντρες, γυναίκες. Η φυλή της Βροχής που Τραγουδάει στον Άνεμο. Τα πλάσματα που στοίχειωσαν σ’ αυτή τη μορφή στο κρεσέντο της ανθρώπινης δύναμης, της τρέλας, της αλαζονείας, της αδυναμίας και της διαστροφής. Περιφέρονται ξεχασμένα και ανήμπορα να κατανοήσουν την κατάστασή τους, άμορφα και δεμένα με αόρατες αλυσίδες στον τόπο όπου χάθηκαν. Δεν μπορούν να φύγουν κι αναζητούν την έξοδο στις ερημιές και τ’ απάτητα σπήλαια. Θρηνούν κλεισμένα στη φυλακή τους και η μόνη διέξοδος είναι τα όνειρα και τα οράματα, μέσα απ’ τα οποία πασχίζουν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, λιώνουν ξεχασμένα, αναζητούν τη λήθη• μα ποιος θα τα βοηθήσει;
Ένας άντρας μεγάλης ηλικίας με λευκά μαλλιά και γένια στάθηκε δίπλα στην Καταλίνα. Η γυναίκα έγειρε απαλά στον ώμο του κι αυτός της χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά.
«’Ηρθε η ώρα να φύγουμε, καλή μου. Ένας άλλος κόσμος μας περιμένει».
Κούνησε το κεφάλι της. «Ξέρεις, Ντιέγκο, παρόλη τη γνώση και τη θύμηση, μ’ αρέσει που εξακολουθώ να βλέπω τον σύμπαν όπως τα κινέζικα κουτιά. Κάθε φορά που νομίζω πως βρήκα την πραγματικότητα της ψευδαίσθησης, βρίσκω από κάτω μια καινούργια που πηγαίνει λίγο πιο πέρα από την προηγούμενη».
Φέρονταν σαν να μην υπάρχω, με είχαν ξεχάσει ολότελα. Είχαν στραφεί στα πλάσματα που γεννούσε η κόκκινη ομίχλη. Ο Ντιέγκο έπιασε από το χέρι την Καταλίνα. Το δωμάτιο άρχισε να σκοτεινιάζει και βρέθηκα στη σπηλιά της μάγισσας, που είχα πιστέψει πως δεν υπήρχε. Ανθρώπινες μορφές χόρευαν μαζί με τις φλόγες. Τα μαλλιά της Καταλίνα και του Ντιέγκο πλέχτηκαν μεταξύ τους και στα κλαδιά των κάκτων που βρίσκονταν στην είσοδο της σπηλιάς. Αναρωτήθηκα αν θα ζούσα για να γράψω όσα έβλεπα. Πού με είχε μπλέξει ο Τζον Τέιλορ;

Συνήλθα μέσα στο αυτοκίνητο. Μου φάνηκε πως είχαν περάσει ώρες. Ξημέρωνε. Βρισκόμουν μπροστά στο σπίτι της Καταλίνα. Ευχήθηκα να με είχε πάρει ο ύπνος και όλα όσα έζησα να ήταν ένας εφιάλτης. Όμως η κόκκινη ομίχλη έβγαινε από τη μισάνοιχτη πόρτα και κατευθυνόταν προς το μέρος μου. Δεν έβλεπα σημάδια ζωής. Έβαλα μπρος το αυτοκίνητο και έφυγα, χωρίς να τολμήσω να γυρίσω για να πάρω το κασετόφωνό μου. Το αυτοκίνητο έτρεχε και χοροπηδούσε στο δρόμο αφήνοντας πίσω του ένα σύννεφο κίτρινης σκόνης. Μπαίνοντας στην Καμπόρκα, η πόλη μού φάνηκε αλλαγμένη. Σταμάτησα σ’ ένα καφέ για να συνέλθω και ορκίστηκα στον εαυτό μου να μην πω τίποτα απ’ όσα είχα δει.
Ρώτησα επιφυλακτικά ένα γέρο, που μισοκοιμόταν στο διπλανό τραπέζι, για την Καταλίνα Μοράλες. Του είπα πως ήθελα να πάω στο σπίτι της.
«Α, λες για τη γριά μάγισσα. Εξαφανίστηκε πριν δέκα, δεκαπέντε χρόνια. Όπως είχε χαθεί και ο άντρας της ο Ντιέγκο. Όσο για το σπίτι... Μετά την εξαφάνισή της βρέθηκε μέσα νεκρός ένας δημοσιογράφος. Είπαν πως πέθανε απ’ το φόβο του. Έτσι είπαν. Ανακοπή. Είχε γίνει θόρυβος τότε. Έγραφαν για μέρες οι εφημερίδες. Να δεις πώς τον έλεγαν... Για στάσου... Ναι, νομίζω τ’ όνομά του ήταν Πάλμερ, Ρότζερ Πάλμερ. Είχαν βρει και το κασετόφωνό του. Αλλά η κασέτα μέσα ήταν άγραφη. Μα εσύ είσαι πολύ χλωμός. Είσαι καλά;»
Το βλέμμα μου είχε πέσει στην εφημερίδα που είχε ο γέρος διπλωμένη πάνω στο τραπέζι του. Η ημερομηνία της ήταν 3 Ιουνίου 2003. Ακόμα κι αν τα είχα φανταστεί όλα, ακόμα κι αν είχα τρελαθεί, ακόμα.... Βγήκα τρέχοντας έξω απ’ το καφέ. Το αυτοκίνητό μου είχε χαθεί. Το πάρκινγκ είχε χαθεί. Το καφέ είχε χαθεί. Και είχε χαθεί και η Καμπόρκα. Η κόκκινη ομίχλη με τύλιξε στην αγκαλιά της. Πρόλαβα να αναρωτηθώ: Ποιος είμαι; Μίλησα με την Κόκκινη Αρκούδα; Υπήρξα άραγε ποτέ;

(Το παραπάνω διήγημα προοριζόταν για το 12ο εργαστήρι της ΑΛΕΦ. Επειδή δεν πρόλαβα να το στείλω, σκέφτηκα να το αναρτήσω εδώ, στο ιστολόγιο του καθρέφτη. Είναι ακόμα βέβαια, στην πρώτη του μορφή).